ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Α—ΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΠΗΓΑΙ

Ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων συγγραφέων τῆς περιόδου τῆς Εἰκονομαχίας (726-843) εἶναι ὁ Νικηφόρος Α΄ (758-828), πατριάρχης ΚΠόλεως (806-815). Θεολόγος καὶ ἱστορικὸς τοῦ ὁποίου ἡ Ἱστορία καὶ τὰ συγγράμματα πρὸς ὑπεράσπισιν τῶν σεπτῶν εἰκόνων παρέχουν εἰδήσεις ἄλλως μὴ διαθεσίμους εἰς τὴν πρώιμον χριστιανικὴν σκέψιν καὶ πρακτικήν. [1]
Ἱστορία Σύντομος ἀπὸ τῆς Μαυρικίου βασιλείας ἐγράφη τὸ 775 ἢ 787 καὶ περιλαμβάνει τὰ γεγονότα τοῦ χρονικοῦ διαστήματος τῶν ἐτῶν 602-769, [2] δηλ. ἀπὸ τὸν θάνατον τοῦ Μαυρικίου ἕως τὸν γάμον τοῦ Λέοντος Δ΄ καὶ πρέπει νὰ συνεγράφη προτοῦ ἀνέλθῃ ὁ Νικηφόρος εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον τὸ 806. [3] Ὁ Νικηφόρος συνέταξε ἄλλα ἔργα ὑπερασπίζων τὴν εἰκονοφιλίαν τὸ 814 ὅπως ὁ Ἀπολογητικὸς μικρός [4] καὶ τὸ 818-820 ὁ Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τοῦ ἀθέσμου καὶ ἀορίστου καὶ ὄντως ψευδωνύμου ὅρου τῆς Συνόδου 815. [5]
Ἡ ἀφήγησις τοῦ Νικηφόρου εἶναι σύντομος καὶ περιεκτική, ἄνευ πλατειασμῶν καὶ παρεκτάσεων. Ὁ Νικηφόρος ἀποβλέπει εἰς τὸ οὐσιῶδες καὶ δὲν τὸν ἐνδιαφέρουν αἱ λεπτομέρειαι, «δὲν παραλείπει οὐδὲν τὸ οὐσιαστικὸν καὶ γενικῶς ἐργάζεται μετὰ μεγάλης ἐπιδεξιότητος». [6] Ὁ Φώτιος ἐπαινεῖ τὴν καθαρότητα τῆς γλώσσης καὶ τὴν ἁπλότητα τοῦ ὕφους τοῦ Νικηφόρου. [7] Ἡ Ἱστορία τοῦ Νικηφόρου εἶναι προωρισμένος κατὰ τὸν συγγραφέα του νὰ ἀναγινώσκεται ὑπὸ πολλῶν. Ὁ συγγραφεὺς ἐπίτηδες περιωρίσθη εἰς τὸ «πῶς νὰ ἀρέσῃ εἰς τὸ κοινόν» ἢ νὰ τὸ ἐπηρεάσῃ πρὸς μίαν καλὴν κατεύθυνσιν. [8]
Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὰ γεγονότα τῆς Ἀραβικῆς ἐξαπλώσεως ἀναφέρεται ὁ Νικηφόρος εἰς τὰς σχέσεις Ἡρακλείου μετὰ τῶν Μουσουλμάνων καὶ τὰς μάχας τοῦ Θεοδώρου, τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Ἡρακλείου, μετὰ τῶν Μουσουλμάνων καὶ ἐπίσης εἰς τὰς διαπραγματεύσεις τοῦ Κύρου, πατριάρχου Ἀλεξανδρείας μετὰ τοῦ Ἄμρ ἴμπν ἀλ-Ἄςς. [9]
Ἱστορία Σύντομος τοῦ πατριάρχου Νικηφόρου εἶναι ἀξιόλογος πηγή, εἰδικῶς περὶ τῶν γεγονότων τῆς Παλαιστίνης, Ἰορδανίας καὶ Συρίας, παρὰ τὸ ὅτι προσφέρει ὀλίγας πληροφορίας. [10]
Θεοφάνης ὁ ὁμολογητὴς (760-817 ἢ 818) εἶναι ἱστορικὸς καὶ μοναχός, θεολόγος καὶ μαχητὴς τῶν ἀποτελούντων τὴν παράταξιν τῶν εἰκονομάχων. [11] Χρονογραφία του [12] εἶναι ἡ κυριωτέρα πηγὴ διὰ τὰ γεγονότα τῆς Βυζαντινῆς Ἱστορίας κατὰ τοὺς «Σκοτεινοὺς Αἰῶνας», δηλ. τὸν ζ΄ καὶ η΄, [13] καλύπτει δὲ τὰ γεγονότα τῆς περιόδου 285-813 (ἀπὸ τὴν ἄνοδον τοῦ Διοκλητιανοῦ εἰς τὸν θρόνον ἕως τὴν πτῶσιν τοῦ Μιχαὴλ Α΄ Ῥαγκαβέ) καὶ ἀποτελεῖ συνέχειαν τοῦ Γεωργίου Συγκέλλου: Ἐκλογὴ Χρονογραφίας. [14] Χρονογραφία ἀποτελεῖ ἱστορικὴν πηγὴν εἰς τὴν Βυζαντινὴν καὶ Ἀραβικὴν ἱστορίαν καὶ εἶναι περιεκτικὸν χρονικὸν εἰς τὸ Βυζάντιον κατὰ τὸν ζ΄ καὶ η΄ αἰῶνα, τῆς ἐποχῆς, ἡ ὁποία δὲν φωτίζεται ἐπαρκῶς ὑπὸ ἄλλων πηγῶν.
Ἴσως περισσότερον ἀπὸ οἱανδήποτε ἄλλην Ἑλληνικὴν πηγὴν τῆς ἐν λόγῳ περιόδου ὁ Θεοφάνης διετήρησε πολλὰς καὶ πολυτίμους πληροφορίας διὰ τὸ πρόωρον Ἰσλάμ, ἀκόμη καὶ ἂν ἔγραψε κατὰ τὸ πρῶτον ἥμισυ τοῦ θ΄ αἰ. (813), δὲν ὑπάρχει οὐδεὶς λόγος νὰ ὑποτιμηθῇ ἡ ἀξία του. Φαίνεται ὅτι τὰς ἀπόψεις του περὶ τοῦ Ἰσλάμ, αἱ ὁποῖαι ἐπηρεάζουν πολὺ τοὺς μεταγενεστέρους Βυζαντινοὺς συγγραφεῖς, τὰς ἐδανείσθη ἀπὸ προηγουμένας πηγὰς αἵτινες δὲν ὑπάρχουν πλέον. [15] Ὁ Θεοφάνης δὲν εἶναι πάντοτε ἀκριβὴς καὶ ἡ Χρονογραφία του εἶναι πολὺ συνοπτικὴ. Ἐν τούτοις εἶναι μία πολύτιμος πηγὴ διὰ τὴν Ἀραβικὴν κατάκτησιν τῆς Συρίας καὶ Παλαιστίνης, καθὼς ἐπίσης καὶ μία ἀξιόπιστος πηγὴ Ἑλληνο-Ἀραβικῶν σχέσεων. [16] Ὅμως ἡ ἀφήγησίς του περὶ τῆς σχέσεως τοῦ Ἡρακλείου μετὰ τῶν Μουσουλμάνων χαρακτηρίζεται ἀπὸ σύγχυσιν καὶ ἀσάφειαν. Ἐπὶ πλέον ἡ χρονολόγησις τῶν γεγονότων δὲν εἶναι ἀκριβής.
Ὁ Θεοφάνης προβαίνει εἰς συνοπτικὴν ἐξιστόρησιν τῶν Ἀραβο-Βυζαντινῶν πολέμων. Αἱ πληροφορίαι του, κακῶς ἡρμηνευμέναι καὶ παραγνωρισμέναι ὑπὸ τῶν Ἀραβολόγων, εἶναι ἀξιόλογοι καὶ νομίζεται ὅτι, ἕως ἓν σημεῖον, ἀποκαθιστοῦν τὴν ὀρθὴν σειρὰν τῶν γεγονότων. [17] Ὁ Θεοφάνης, σχετικῶς πρὸς τοὺς Μουσουλμάνους, παρέχει μίαν συνοπτικὸν ἀναφορὰν εἰς τὰς τρεῖς αἱματηρὰς μάχας: Ἱερομύακα, Γαβιθὰν καὶ Δάθεσμον, εἰς τὰς ὁποίας ὁ Βυζαντινὸς στρατὸς εἶχε σοβαρὰς ἀπωλείας ἐκ τῶν χειρῶν τῶν τῆς «ἐρήμου Ἀμαλήκ». [18]
Ὁ Γεώργιος Μοναχός (θ΄ αἰ.), γνωστὸς καὶ ὡς Γεώργιος Ἁμαρτωλός, εἶναι πρόσωπον ἐλάχιστα γνωστὸν ἀλλὰ ἐκ τῶν δημοφιλεστέρων Βυζαντινῶν χρονογράφων. Συμφώνως πρὸς ὅλας τὰς ἐνδείξεις, συνέθεσε τὸ Χρονικόν του ἐπὶ τοῦ Μιχαὴλ Γ΄ (842-867) καὶ τὸ ὁλοκλήρωσε μετὰ τὸν θάνατον τοῦ αὐτοῦ αὐτοκράτορος. [19] Κατὰ τὸν Ἀθ. Μαρκόπουλον, ἡ χρονογραφία τοῦ Γεωργίου ἐγράφη μετὰ τὸ 872. [20] Τὸ χρονογραφικὸν σύγγραμμά του ἔχει τὸν τίτλον Χρονικὸν Σύντομον ἐκ διαφόρων Χρονογράφων τε καὶ ἐξηγητῶν συλλεγὲν καὶ συντεθὲν ὑπὸ Γεωργίου Ἁμαρτωλοῦ. [21] Ἀρχίζει ἀπὸ Ἀδὰμ καὶ τελειώνει εἰς τὸ ἔτος 842 μ.Χ. [22] Τὸ Χρονικὸν τοῦ Γεωργίου Μοναχοῦ παρέχει εἰδήσεις περὶ τῆς Ἰσλαμικῆς-Χριστιανικῆς διαμάχης, ἐνῷ τὴν πολεμικὴν ἐναντίον τοῦ Ἰσλὰμ τὴν ἀσκεῖ ἔνθα ὁμιλεῖ περὶ τοῦ Κώνσταντος Β΄ (641-668). [23]

Β. AI ΚΟΠΤΙΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΠΗΓΑΙ

Ὁ κύριος χρονογράφος καὶ σύγχρονος τῶν Ἀραβικῶν κατακτήσεων τῆς Αἰγύπτου εἶναι ὁ Ἰωάννης, ὁ Κόπτης ἐπίσκοπος τοῦ Νικίου, (δεύτερον ἥμισυ τοῦ ζ΄ αἰ.). [24] Αἱ περὶ τοῦ βίου του πληροφορίαι εἶναι ὀλίγαι καὶ ὅ,τι γνωρίζομεν περὶ αὐτοῦ εἶναι ὅτι ἦτο δίκαιος ἄνθρωπος καὶ ἐξοικειωμένος μὲ τὰς θρησκευτικὰς καὶ ἱστορικὰς ἐπιστήμας καὶ ἐχειροτονήθη ἐπίσκοπος τοῦ Νικίου ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Ἀγαθοῦ (616-667).
Συγγραφικὸν προϊὸν τῆς δραστηριότητός του εἶναι τὸ Χρονικόν του. Πρόκειται περὶ γενικῆς ἱστορίας ἀπὸ κτίσεως τοῦ κόσμου μέχρι τῆς Ἀραβικῆς κατακτήσεως τῆς Αἰγύπτου, [25] συνταχθείσης εἰς τὰ Κοπτικά, [26] πρὸς τὸ τέλος τοῦ ζ΄ αἰ. καὶ εὑρίσκεται ἐγγὺς πρὸς τὰ ἐξεταζόμενα γεγονότα. [27] Τοῦτο τὸ ἔργον μετεφράσθη εἰς τὰ Ἑλληνικά, Ἀραβικὰ καὶ τὰ Αἰθιοπικά. [28]
Ὁ Ἰωάννης τοῦ Νικίου εἶναι ὁ μόνος σύγχρονος συγγραφεὺς τῆς Ἀραβικῆς κατακτήσεως καὶ τὸ Χρονικόν του θὰ ἦτο πολύτιμον, ἂν ἔφθανεν εἰς ἡμᾶς πλῆρες. Δυστυχῶς ἀνευρέθησαν δύο ἀντίγραφα κατεστραμμένα μιᾶς Αἰθιοπικῆς μεταφράσεως τοῦ Χρονικοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἡ μετάφρασις δὲν εἶναι ἐκ τοῦ πρωτοτύπου ἀλλὰ ἐξ Ἀραβικῆς μεταφράσεως τοῦ πρωτοτύπου. [29]
Ὁ Ἰωάννης εἶναι ἄξιος πάσης ἐμπιστοσύνης, τοὐλάχιστον διὰ τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ παρενόησαν αἱ Βυζαντιναὶ πηγαί. Αἱ πληροφορίαι του περὶ τῆς Ἀραβικῆς κατακτήσεως εἶναι πολύτιμοι, παρὰ τὸ ὅτι δὲν ἀναφέρει τὰ πρῶτα στάδια τῆς κατακτήσεως. Συνεπῶς τὰς πληροφορίας, ἅτινας παρέχει ὁ Ἰωάννης τοῦ Νικίου, εἶναι φυσικὸν νὰ ἐγνώρισεν ὡς φήμας ἢ ὡς παραδόσεις. Δὲν εἶχεν ὅμως οὔτε τὰ μέσα οὔτε τὴν δυνατότητα νὰ τὰς ἐξακριβώσῃ. [30]
Κατὰ τὸν A. Butler ἡ ἱστορία τῶν μεταγενεστέρων σταδίων τῆς Ἀραβικῆς κατακτήσεως εἶναι δυσκόλως ἀνιχνεύσιμος καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ ὁδηγήσῃ ἡ κριτικὴ εἰς πραγματικὴν ἀποτίμησιν τῆς ἐξελίξεως καὶ ἀξίας της. Ἐν τούτοις τὸ Χρονικὸν εὑρίσκεται εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πλέον πρόσφατον Ἀραβικὴν παράδοσιν. [31]

Γ. AI ΑΡΑΒΙΚAI ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΠΗΓAI

1. Ὁ παλαιότερος Ἄραψ Χρονογράφος-ἱστορικός, τὸ σύγγραμμα τοῦ ὁποίου ἔφθασεν εἰς ἡμᾶς εἶναι ὁ Ἄμπου Ἀμπντάλλα Μοχάμεντ ἴμπν Οὔμαρ ἴμπν Οὐάκιντ ἀλ-Ἀσλάμι. Δικαστὴς τῆς Βαγδάτης, ὅστις ἐγεννήθη τὸ 750 καὶ ἀπεβίωσε τὸ 828 μ.Χ. Ὑπῆρχεν Ἰμάμης, γνώστης τῶν κατακτήσεων τῶν περιοχῶν, τῶν βιογραφιῶν, τῶν εἰδήσεων τῶν ἀνθρώπων καὶ ἦτο δικαστὴς ἐπὶ τοῦ ἀλ-Μαμοῦν ἐπὶ τέσσερα ἔτη. [32]
Τὸ σύγγραμμά του Φοτοῦχ ἀλ-ΣᾶμΑἱ Κατακτήσεις τῆς Συρίας εἶναι ἀποκλειστικῶς ἱστορία τῆς κατακτήσεως τῆς Συρίας περιέχουσα ἐπίσης ἀφηγήσεις τῶν κατακτήσεων τῆς Αἰγύπτου. Ὡς εἶδος τὸ σύγγραμμα τοῦτο εἶναι μᾶλλον μυθιστόρημα. Μεταξὺ τῶν Ἀράβων χρονογράφων ὁ ἀλ-Οὐάκιντι ἔχει διπλῆ ἀξίαν, τῆς ἀρχαιότητος καὶ τῆς ἀφθονίας. Αἱ ἱστορίαι καὶ αἱ παραδόσεις του παρουσιάζουν ἄτεχνον εἰκόνα τῶν ἀτόμων καὶ χρόνων. Ἐπὶ πλέον ἡ ἀφήγησίς του εἶναι πολὺ συχνὰ ἐλλιπής, ἀσήμαντος καὶ ἀπίθανος. Δυστυχῶς ἐπὶ τούτου ἐβασίσθησαν διάφοροι ἱστορικοί, ὅπως ὁ S. Ockley, ὅστις ἔγραψε φανταστικὴν ἱστορίαν τῶν Σαρακηνῶν. [33]
2. Κύριος ἀφηγητὴς τῶν Ἀραβικῶν κατακτήσεων τοῦ ζ΄ αἰ. εἶναι ὁ Ἄχμεντ ἴμπν Γιάχια ἴμπν Τζάμπιρ ἀλ-Μπαλάδουρι. Ἡ πρώτη πηγὴ διὰ τὸν βίον τοῦ ἀλ-Μπαλάδουρι εἶναι τὸ ἀλ-Φίχριστ (Τὸ Εὐρετήριον) τοῦ ἴμπν ἀλ-Ναντίμ. [34] Ὁ ἀλ-Μπαλάδουρι κατάγεται ἐκ Περσικῆς οἰκογενείας γεννηθεὶς εἰς τὴν Βαγδάτην τὸ 800. Ἐσπούδασε πλησίον διασήμων λογίων εἰς τὸ Ἰρὰκ καὶ εἰς παλλὰς Συριακὰς πόλεις. [35] Ὡς ποιητὴς καὶ λόγιος ἦτο καὶ ἐξοικειωμένος μὲ τὴν Ἰσλαμικὴν παράδοσιν. Τὸ ἔτος 892 ἀπεβίωσεν ἐκ διανοητικῆς νόσου λόγῳ τῆς καταναλώσεως τοῦ χυμοῦ τῆς ἀνακαρδίας καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀπέκτησε τὴν προσωνυμίαν του ὡς ἀλ-Μπαλάδουρι. [36]
Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα μᾶς ἐνδιαφέρουν, εἰς τὸ Φοτοῦχ ἀλ-Μπολντάν [37] Αἱ Κατακτήσεις τῶν Χωρῶν ὁ ἀλ-Μπαλάδουρι παρουσιάζει ἀξιολόγους εἰδήσεις περὶ τῶν μαχῶν κατὰ τῶν Βυζαντινῶν, ὅπως Ντάθιν καὶ Ἀτζναντίν, τῆς ἥττης τοῦ διοικητοῦ τῆς Παλαιστίνης, περὶ τῆς κατακτήσεως τῆς Δαμασκοῦ, τῆς μάχης τοῦ Ἱερομύακος, τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ Ἡρακλείου εἰς τὴν Συρίαν κατόπιν τῆς ἥττης τῶν στρατιωτῶν του εἰς τὸν Ἱερομύακα καθὼς ἐπίσης περὶ τῆς κατακτήσεως τῆς Αἰγύπτου. [38]
Αἱ μαρτυρίαι τοῦ ἀλ-Μπαλάδουρι δὲν εἶναι πάντοτε σαφεῖς καὶ συχνὰ δὲν ἔχουν χρονολογικὰς ἐνδείξεις. Ἐξ ἄλλου αἱ ἐνδείξεις αὗται, ὅταν ὑπάρχουν, δὲν εἶναι πάντοτε ἀσφαλεῖς. Ὁ λόγος ὀφείλεται εἰς τὸ ὅτι ὁ ἀλ-Μπαλάδουρι, ἀκολουθῶν ἑκάστην φορὰν τὰς πηγὰς τὰς ὁποίας χρησιμοποιεῖ ἢ συνοψίζει, συνηθίζει νὰ ἀφηγῆται ἓν περιστατικὸν συμφώνως πρὸς μίαν ἐκδοχὴν καὶ χρονολόγησιν. Ὕστερον, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἄλλης πηγῆς, ἀφηγεῖται πάλιν τὸ ἴδιον περιστατικὸν συμφώνως πρὸς ἄλλην ἐκδοχὴν καὶ χρονολόγησιν, χωρὶς νὰ εἶναι πάντοτε εὐδιάκριτος ὅτι ἀναφέρει τὰ ἴδια γεγονότα τὰ ὁποῖα εἶχεν ἀφηγηθῆ προηγουμένως. Ἐν τούτοις, ἐν συγκρίσει πρὸς τοὺς ἄλλους Ἄραβας συγγραφεῖς, ὁ ἀλ-Μπαλάδουρι εἶναι μᾶλλον λιτὸς καὶ ἀκριβέστερος. [39]
3. Ὁ Ἄμπου Ζτάφχαρ Μοχάμεντ ἴμπν Τζαρὶρ ἀλ-Τάμπαρι εἶναι Ἄραψ νομικὸς καὶ ἱστορικὸς ὅστις ἐγεννήθη εἰς τὴν πόλιν Ἄμουλ, εἰς Ταμπαριστὰν τῆς Περσίας τὸ 839. Εἰς πολὺ νεαρὰν ἡλικίαν ἐστάλη εἰς σχολεῖον διὰ νὰ μάθῃ τὸ Κοράνιον καὶ τὴν καλλιγραφίαν. Ἐγκαταλιπὼν τὸ Ταμπαριστὰν ἦλθεν εἰς τὴν Βαγδάτην καὶ ἤρχισε νὰ ἐπισκέπτεται τὰ Ἀνατολικὰ κέντρα ἕως ὅτου ἐγκατεστάθη εἰς τὴν Συρίαν καὶ μετὰ εἰς τὴν Βηρυτὸν καὶ τὴν Αἴγυπτον καὶ τελικῶς ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Βαγδάτην ὅπου καὶ ἀπεβίωσεν ἐκεῖ τὸ 923. [40]
Ὁ ἀλ-Τάμπαρι ἔγραψε κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ ι΄ αἰ. παγκόσμιον ἱστορίαν (Χρονικόν) ὑπὸ τὸν τίτλον: Ταρὶχ ἀλ-Ρόσουλ οὐαλ-Μολοῦκ, Ἱστορία τῶν Προφητῶν (Ἐθνῶν) καὶ Βασιλέων. [41] Ἀναμφισβητήτως τὸ βιβλίον εἶναι ἐκ τῶν κλασικῶν ἔργων τοῦ Ἰσλαμικοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ σημαντικὴ ἀξία του ἀνεγνωρίσθη ἤδη ζῶντος τοῦ συντάκτου καὶ ἡ μοναδικότης του ἐπῃνέθη ὑπὸ τῶν συγχρόνων του. [42]
Τὸ ἔργον θεωρεῖται τὸ πρῶτον βιβλίον τῆς γενικῆς ἱστορίας [43] καὶ ἡ πολυτιμοτέρα ὅλων τῶν Ἀραβικῶν πηγῶν καὶ σπουδαία ἀφηγηματικὴ πηγή, ἥτις ἐντυπωσιάζει μὲ τὸν ὄγκον της. Ἀρχίζει ἀπὸ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καὶ τελειώνει τὸ 915 μ.Χ. περιλαμβάνουσα οὕτω τοὺς βίους τῶν προφητῶν, τὴν ζωὴν τῶν Ἀράβων πρὸ τοῦ Ἰσλάμ, στρεφομένη περὶ τὴν γέννησιν τοῦ Ἰσλάμ, τὸν βίον καὶ τὴν πολιτείαν τοῦ Μωάμεθ. Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὴν Βυζαντινὴν ἱστορίαν ὁ ἀλ-Τάμπαρι παρουσιάζει εἰς τὸ Χρονικόν του πολυτίμους πληροφορίας περὶ τῶν προ-Ἰσλὰμ Ἀράβων καὶ τῶν σχέσεών των μετὰ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἐπὶ τοῦ Ἡρακλείου, ἐπίσης περὶ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Προφήτου τοῦ Ἰσλὰμ εἰς τὸν Ἡράκλειον, καθὼς καὶ περὶ τῶν μαχῶν τῶν Μοῦτα, Ταμποῦκ καὶ τῶν Ἀραβικῶν κατακτήσεων τῆς Συρίας. Ἀναφέρεται ὁ ἀλ-Τάμπαρι ἐπίσης εἰς τὰς μάχας τῶν Μουσουλμάνων ἐναντίον τῶν Βυζαντινῶν ἰδίᾳ τῆς Ἀτζναντὶν καὶ τοῦ Ἱερομύακος καὶ ἐπίσης τὰς κατακτήσεις τῆς Παλαιστίνης, τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τὰς κατακτήσεις τῶν πρώτων χαλιφῶν. Αἱ πληροφορίαι του εἶναι μεγάλης ἀξίας, ἀλλὰ ἀποδιοργανωμέναι καὶ κάπως ἐπαναλαμβανόμεναι, ἀντιφατικαὶ καὶ συγκεχυμέναι. [44]
Σοβαρὸν ζήτημα γεννᾶται ἐκ τῆς ἀνεπαρκείας τῶν πηγῶν, εἰς τὰς ὁποίας θὰ στηριχθῆ ὁ μελετητὴς διὰ νὰ δώσῃ μίαν εἰκόνα τῆς καταστάσεως τῆς περιόδου ἐκείνης. [45] Σχεδὸν ἀπὸ τοῦ 630 ἕως τὸ τέλος τοῦ ζ΄ αἰ., ὅλην αὐτὴν τὴν χρονικὴν περίοδον τῶν ἐπιθέσεων τῶν Ἀράβων καὶ τῶν κατακτήσεών των, χαρακτηρίζει ἡ παντελὴς ἔλλειψις συγχρόνου Βυζαντινῆς πηγῆς. Ὁ λόγος δύναται νὰ εἶναι, ὅπως ἡ Ἐ. Βρανούση κρίνει, ὅτι αἱ πρῶται συγκρούσεις μεταξὺ Ἀράβων καὶ Βυζαντινῶν ἐθεωρήθησαν ὑπὸ τῶν συγχρόνων ὡς συνηθισμένα συνοριακὰ ἐπεισόδια καὶ λῃστρικαὶ ἐπιδρομαὶ τῶν νομάδων τῆς Ἀραβίας. [46] Ὁ Η. Hunger πιστεύει ὅτι λόγῳ τῆς εἰκονομαχίας, οἱ χρονογράφοι ἐνδιεφέρθησαν πολὺ ὀλιγώτερον διὰ τὸ Ἰσλάμ [47] ἢ ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ A. Louth οἱ Βυζαντινοὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ προσβλέπουν εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ἥττης των ὑπὸ τῶν Ἀράβων καὶ τῶν ἑπομένων γεγονότων. [48]
Οἱ Βυζαντινοὶ συγγραφεῖς τῆς ἐν λόγῳ περιόδου ὁμοφώνως κατεδίκασαν τοὺς Ἄραβας, οἵτινες, κατὰ τὴν ἄποψίν των, ἀνεστάτωσαν τὴν ζωήν των, κατέστρεψαν τὴν ἐλευθερίαν των, ἔκαυσαν τὰς πόλεις των καὶ ἐπέβαλαν ἕνα νέον τρόπον ζωῆς. Οἱ Ἀραβικοὶ πόλεμοι ἔναντι τῶν Βυζαντινῶν ἦσαν οὐ μόνον πολιτικοὶ ἢ οἰκονομικοί, ἀλλὰ καὶ σταυροφορίαι ἢ ἱεροὶ πόλεμοι τοῦ Ἰσλὰμ ὡς θρησκείας κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ. [49]
Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τοὺς Ἄραβας ἱστορικοὺς φαίνεται ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον ἐστρέφετο περισσότερον πρὸς τὸν Μωάμεθ, ὅπερ ἀπῄτησε τὴν σύνταξιν τῶν Παραδόσεων συναφῶν πρὸς τὸν βίον καὶ τὰς ἐκστρατείας τοῦ προφήτου καὶ τῶν συντρόφων του. [50] Ἡ ἱστορία τῆς περιοχῆς ἐπὶ τῶν πρώτων τεσσάρων χαλιφῶν δὲν κατεγράφη ἐπαρκῶς καὶ ἔκαμε τὴν πλήρη ἐμφάνισίν της καὶ κατεγράφη διὰ πρώτην φορὰν ἐπὶ τῶν Ὀμμεϋαδῶν. Συμφώνως πρὸς τὸ ἀλ-Φίχριστ, ὁ Μωαβίας, ὁ υἱὸς τοῦ Σουφιᾶν (661-680), [51] ἐκάλεσεν ἐκ τῆς Ὑεμένης τὸν Ἀμπὶντ ἴμπν Σάργια καὶ τὸν ἐρώτησε διὰ τὰ προηγούμενα γεγονότα, τὰς ἱστορίας τῶν Ἀράβων καὶ τῶν ξένων βασιλέων καὶ διέταξε αἱ ἀπαντήσεις αὗται νὰ καταγράφωνται. [52] Τοῦτο ὅμως τὸ βιβλίον τῶν βασιλέων καὶ γεγονότων τοῦ παρελθόντος ἀπωλέσθη, ὅπερ σημαίνει ὅτι αἱ ἀρχαιοτέραι Ἀραβικαὶ μαρτυρίαι κατεγράφησαν συμφώνως πρὸς προφορικὰς παραδόσεις καὶ ἡ ἀρχική των σύνταξις ἐγένετο ἕνα καὶ ἥμισυ αἰῶνα περίπου μετὰ τὰ γεγονότα τῆς Ἀραβικῆς κατακτήσεως. Οὕτω παρουσιάζουν ἓν βασικὸν μειονέκτημα: ὅτι παραδίδονται ἐμμέσως, παρέμβλητοι εἰς ἔργα μεταγενεστέρων συγγραφέων τοῦ θ΄ ἀλ-Οὐάκιντι καὶ ἀλ-Μπαλάδουρι καὶ τοῦ ι΄ αἰῶνα ἀλ-Τάμπαρι. [53]

Footnotes

[ back ] 1. ODB, ἔκδ. A. Kazhdan, Oxford 1991, τόμ. 3, σ. 1477. Ὁ βιογράφος του Ἰγνάτιος ὁ Διάκονος ἀναφέρει καὶ μάλιστα λεπτομερῶς ὅτι ὁ Πατριάρχης Νικηφόρος ἐδιδάχθη τὴν θύραθεν παιδείαν καὶ σοφίαν, βλ. Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Νικηφόρου, ἔκδ. C. de Boor, Νικηφόρου Πατριάρχου ΚΠόλεως Ἰστορικὰ Ἔργα, Leipzig 1880, σσ. 149,3-151,13. Κατὰ δὲ τὸν P. Lemerle ὁ Νικηφόρος προητοιμάζετο νὰ ἀκολουθήσῃ τὴν σταδιοδρομίαν τοῦ πατρός του, διὰ τοῦτο ἀφοῦ ἀπέκτησε τὴν ἐγκύκλιον παιδείαν καὶ τὴν τεχνικὴν μόρφωσιν τοῦ Αὐτοκρατορικοῦ γραμματέως εἰσῆλθεν εἰς τὸ σῶμα τῶν ἀσηκρῆτις, βλ. Ὁ Πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, σσ. 116, 117.
[ back ] 2. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 150, Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 409-414.
[ back ] 3. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 149.
[ back ] 4. PG 100, 833C-850D.
[ back ] 5. Ἔκδ. J. M. Featherstone, Leuven 1997. “Περὶ τῶν κατὰ τῶν εἰκονομάχων ἔργων του βλ. P. J. Alexander”, The Patriarch Nicephorus of Constantinople, Oxford 1958, σσ. 156-188, P. O’Connell, The Ecclesiology of St Nicephorus I (758-828) Patriarch of Constantinople, Roma 1972 (OCA 194), σσ. 37-67, R. P. Blake, “Note sur l'activité litteraire de Nicephore 1er, patriarche de Constantinople”, Byzantion 14, (1939), σσ. 1-15, βλ. καὶ PMBZ, Erste Abteilung (641-867), Berlin-New York 2000, (#5252), σσ. 354-361.
[ back ] 6. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 151.
[ back ] 7. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, ἔκδ. R. Henry, 8 τόμοι, Paris, (1959-1977), κῶδ. 66.
[ back ] 8. S. Runciman, Byzantine Civilization, Cambridge 1932, σ. 274.
[ back ] 9. Laila ‛Abdul-Djawwād, Τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἐπὶ τοῦ Ἡρακλείου καὶ ἡ σχέσις του μετὰ τῶν Μουσουλμάνων, Κάιρον 1985, σ. 361, (Ἀραβιστί).
[ back ] 10. Ἔρας Βρανούση, “Byzantinoarabica, οἱ πρῶτοι Αραβοβυζαντινοὶ πόλεμοι στὴν Παλαιστίνη, Ἰορδανία, Συρία καὶ Φοινίκη”, Σύμμεικτα 3, (1979), σσ. 1-28.
[ back ] 11. Ἠλία Δ. Μπάκου, “Ἀπὸ τὴν εἰκονομαχία στὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας”, Κοινωνία 1 (2007), σσ. 1-8.
[ back ] 12. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, τόμ. 1, Leipzig 1883.
[ back ] 13. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 136.
[ back ] 14. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 138, ODB, τόμ. 3, σ. 2063, βλ. καὶ PMBZ, (#8107), σσ. 600-607.
[ back ] 15. D. J. Constantelos, “The Moslem Conquests of the Near East as Revealed in the Greek Sources of the Seventh and the Eighth Centuries”, Byzantion 42, (1972), σσ. 325-357. Khalīfa Ibn Khayyāt, Ta'rikh, ἔκδ. Akram Diya' al-'Uman, Βηρυτός 1977, τόμ. 1, σ. 144.
[ back ] 16. Laila ‛Abdul-Djawwād, Τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἐπὶ τοῦ Ἡρακλείου, σ. 14.
[ back ] 17. Ἔρας Βρανούση, “Byzantinoarabica”, σ. 3.
[ back ] 18. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 332,10-19.
[ back ] 19. P. Lemerle, Ὁ Πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, σ. 84.
[ back ] 20. Ἀ. Μαρκόπουλος, “Συμβολὴ στὴ χρονολόγηση τοῦ Γεωργίου Μοναχοῦ”, Σύμμεικτα 6, (1985), σσ. 223-231.
[ back ] 21. Γεωργίου Μοναχοῦ, Χρονικόν, ἔκδ. C. de Boor, 2 τόμοι, Leipzig 1904.
[ back ] 22. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 498, βλ. καὶ PMBZ, (# 2264), σσ. 22-23.
[ back ] 23. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 155, Γεωργίου Μοναχοῦ, Χρονικόν, ἔκδ. C. de Boor, σσ. 697-707.
[ back ] 24. Umar Sabir, Ἡ Ἱστορία τῆς Αἰγύπτου κατὰ τὸ Χρονικὸν τοῦ Ἰωάννου Νικίου, Κάιρον 1981, σ. 21. (Ἀραβιστί).
[ back ] 25. ODB, τόμ. 2, σ. 1066.
[ back ] 26. Κατ’ ἄλλην ὑπόθεσιν τὸ Χρονικὸν τοῦ Ἰωάννου ἐγράφη ἀρχικῶς εἰς τὰ Ἑλληνικά, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀπίθανον, ὅπως ὁ H. Zotenberg ἐπισημαίνει, ὅτι μερικὰ κεφάλαια τὰ ὁποῖα ἐξήταζον τὰς καθαρῶς Αἰγυπτιακὰς ὑποθέσεις νὰ ἐγράφησαν εἰς τὰ Κοπτικά. Αὕτη ἡ ὑπόθεσις στηρίζεται ἐπὶ τῆς ὑπάρξεως Κοπτικῶν μορφῶν τῶν οὐσιαστικῶν ὀνομάτων. Ἀλλὰ τὸ θέμα πρέπει νὰ βεβαιωθῇ καὶ ἔξωθεν, βλ. Τhe Chronicle of John, Bishop of Nikiu, tr. R. Η. Charles, London-Oxford 1916, CPG III, 7967, Κατὰ τὸν Butler τὸ ἓν μέρος ἐγράφη εἰς τὰ Κοπτικὰ καὶ τὸ ἄλλο εἰς τὰ Ἑλληνικά, The Arabic Conquest of Egypt, Oxford 1902, σ. 30, PMBZ, Prolegomena, σσ. 244-245.
[ back ] 27. Laila ‛Abdul-Djawwād, Τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἐπὶ τοῦ Ἡρακλείου, σ. 351.
[ back ] 28. Ἐ. Μιχαηλίδου, Ἐξέχουσαι φυσιογνωμίαι ἐν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ Γραμματολογία τῆς Κοπτικῆς Ἐκκλησίας, Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος 35, (1936), σσ. 382-393.
[ back ] 29. A. Butler, The Arabic Conquest of Egypt, σσ. 30, 31.
[ back ] 30. Ἀ. Στράτου, Τὸ Βυζάντιον στὸν Ζ΄ αἰ., τόμ. γ΄, (534-641), Ἀθῆναι 1969, σ. 13.
[ back ] 31. A. Butler, The Arabic Conquest of Egypt, σ. 30.
[ back ] 32. Abul Mahasin Ibn Taghri Bardi, Al-Nujum al-Zahira fi Tarikh Misr wal-Qahira, ἔκδ. Muhammed and Mostafa Abdul Qadir Ata, 8 vols, Κάιρον 1963, τόμ. 2, σ. 184, Ἀ. Στράτου, Τὸ Βυζάντιον στὸν Ζ΄ αἰ., τόμ. γ΄, σ. 17.
[ back ] 33. S. Ockley, The Conquest of Syria, Persia, and Egypt by the Saracens, London 1708-1718, E. Gibbon, A History of the Decline and Fall of the Roman Empire, London 1788-1789, τόμ. 5, σ. 528.
[ back ] 34. Ἄραψ συγγραφεὺς ἔζησε κατὰ τὸν 10ον μ. Χ. αἰ., Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, Βηρυτὸς 1978, τόμ. 1, σ. 164.
[ back ] 35. ODB, τόμ. 1, σσ. 246, 247, Yaqut Al Hamawy, Mujam al-Udabaa, ἔκδ. Ihsan Abbas, Κάιρον 1993, σ. 1039.
[ back ] 36. Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, τόμ. 1, σ. 164, Al-Baladhuri, The Origins of the Islamic State, trans. P. K. Hitti and F. Murgotten, Studies in History, Economics and Public Law, LXVIII (New York 1916 καὶ 1924), τόμ. 1, σσ. 207-211.
[ back ] 37. M. J. Goeji, Leiden 1866.
[ back ] 38. Laila ‛Abdul-Djawwād, Τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἐπὶ τοῦ Ἡρακλείου, σ. 36.
[ back ] 39. Ἔρας Βρανούση, “Byzantinoarabica”, σ. 7.
[ back ] 40. Laila ‛Abdul-Djawwād, Τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἐπὶ τοῦ Ἡρακλείου, σ. 37.
[ back ] 41. Al-Tabari, Ta'rikh ar-rusul wa'l-muluk, 5 τόμοι, Βηρυτός 1987, Yaqut, Mujam al-udabaa, σ. 4450.
[ back ] 42. Boaz Shoshan, Poetics of Islamic Historiography: Deconstructing Tabari’s History, Brill 2004, σ. xxvi.
[ back ] 43. A. M. Al-Shanawany, Βιβλία τὰ ὁποῖα ἤλλαξαν τὴν ἀνθρωπίνην σκέψιν, τόμ. 5, Κάιρον 1995, σ. 167. (Ἀραβιστί).
[ back ] 44. W. Kaegi, Herakleios and the Arabs, GOTR 27, (1982), σσ. 109-133, ODB, τόμ. 3, σ. 2003, PMBZ, Prolegomena, σσ. 236-237.
[ back ] 45. Ἀ. Στράτου, Τὸ Βυζάντιον στὸν Ζ΄ αἰ., τόμ. γ΄, σ. 9.
[ back ] 46. Ἔρας Βρανούση, “Byzantinoarabica”, σ. 3.
[ back ] 47. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 39.
[ back ] 48. A. Louth, “Der Monenergetisch-Monothelitische Streit”, Sobornost 26, (2004), σσ. 97-99.
[ back ] 49. D. J. Constantelos, “The Moslem Conquests of the Near East”, σ. 328.
[ back ] 50. Ph. Hitti, Al-Baladhuri, Futuh al-Buldan, σ. 1.
[ back ] 51. PMBZ, (5185), σσ. 319-321.
[ back ] 52. Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, τόμ. 1, σ. 132.
[ back ] 53. Ἔρας Βρανούση, “Byzantinoarabica”, σ. 5. Διὰ πλεῖονας πληροφορίας περὶ τῶν προαναφερθέντων Ἀράβων ἱστορικῶν καὶ χρονογράφων βλ. Ν. Μιχ. Παναιωτάκη, «Ζητήματά τινα τῆς κατακτήσεως τῆς Κρήτης ὑπὸ τῶν Ἀράβων», Κρητικὰ Χρονικὰ, ιε΄-ιστ΄ (1961-1962), σσ. 9-41.