ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΕΙΣ ΣΥΡΙΑΝ, ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΝ ΚΑΙ ΑΙΓΥΠΤΟΝ ΠΡΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ (Δ΄, Ε΄ ΚΑΙ Ϛ΄ ΑΙΩΝΕΣ)

1. Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

Μεταξὺ τῶν πόλεων τῆς Μ. Ἀσίας κατὰ τὸν β΄ μ.Χ. αἰ., εἰς τὴν πλέον ἀκμάζουσαν περίοδον τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, [1] ἡ Ἔφεσος, ἡ Σμύρνη καὶ ἡ Πέργαμος ἦσαν τὰ κορυφαῖα κέντρα τῆς σοφιστικῆς. Κατὰ τὸν δ΄ μ.Χ. αἰ. ὅμως ἐσκιάσθησαν τὰ κέντρα ταύτα ὑπὸ τῆς Ἀντιοχείας, ἥτις κατέστη μία ἐκ τῶν μεγάλων πόλεων τοῦ Μεσογειακοῦ κόσμου συναριθμουμένη ὁμοῦ μὲ τὴν Ἀλεξάνδρειαν, τὴν Ῥώμην καὶ τὴν Καρχηδώνα καὶ μὲ τὴν ΚΠολιν, μετὰ τὴν ἵδρυσίν της τὸ 330 μ.Χ. [2] Ἡ Ἀντιόχεια, ἥτις συχνὰ ἐτιμᾶτο μὲ τὴν παρουσίαν τῶν αὐτοκρατόρων, [3] ἐθεωρεῖτο μεγάλη πόλις τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς, διὰ δὲ τὴν πνευματικήν της ἀκμὴν ὠνομάσθη «Συριάδες Ἀθῆναι», [4] ὅθεν ὁ Ῥωμαῖος κατακτητὴς τῆς Συρίας, κατὰ τὸν Ἰωάννην Μαλάλαν, ἐτίμησε τοὺς Ἀντιοχεῖς «ὡς ἐκ γένους Ἀθηναίους ὄντας». [5] Ὁ Κικέρων τὴν ἐχαρακτήρισεν ὡς «τὴν ὡραίαν μέλισσαν τῆς Ἀνατολῆς»: (Orientis apis pulcher). [6]
Εἰς τὴν πρώιμον ἱστορίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ Ἀντιόχεια κατέχει διακεκριμένην θέσιν. Ἦτο ἐκ τῶν πρώτων κέντρων τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπου ὁ ὅρος «Χριστιανὸς» ἐχρησιμοποιήθη διὰ πρώτην φοράν. [7] Ἡ σημασία τῆς Ἀντιοχείας διὰ τὴν οἰκουμενικότητα τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι πολὺ μεγάλη. Ἡ Ἀντιόχεια θεωρεῖται ἀφετηρία καὶ κέντρον καὶ ἐκεῖ ἐγένετο ἡ πρώτη οὐσιαστικὴ συνάντησις μεταξὺ Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ. Εἰς τὴν Ἀντιόχειαν ὑπῆρχε μεγάλη Ἑλληνικὴ παροικία πλουσίων ἐμπόρων καὶ ἐξαιρέτων διανοητῶν τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας μὲ κέντρον τὴν γνωστὴν ῥητορικὴν Σχολήν. [8]
Ἐκτὸς τῆς πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἐξεχούσης θέσεώς της ἡ Ἀντιόχεια ἦτο καὶ κέντρον παιδείας, ἰδίως τῆς ῥητορικῆς. Συμφώνως πρὸς τὸν Λιβάνιον αἱ Ἀθῆναι καὶ ἡ Ἀντιόχεια ἐκράτησαν ἀναμμένον τὸν φάρον τῆς ῥητορικῆς: αἱ Ἀθήναι διὰ τὴν Εὐρώπην καὶ ἡ Ἀντιόχεια διὰ τὴν Ἀσίαν: «Καὶ δὴ δύο αὗται λαμπάδες ∙ητορικῆς ἀνίσχουσιν, ἡ μὲν τὴν Εὐρώπην, ἡ δὲ καταλάμπουσα τὴν Ἀσίαν». [9]
Ἡ ἵδρυσις τῆς «Ῥητορικῆς Σχολῆς τῆς Ἀντιοχείας», ἀποδίδεται εἰς τὸν Λουκιανὸν (120-180 μ.Χ.), ἕνα σοφιστὴν καὶ συγγραφέα ἐκ Σαμοσάτων τῆς Συρίας. [10] Τὸν γ΄ μ.Χ. αἰ. ἀνέλαβον τὴν διοίκησιν τῆς Σχολῆς πολλοὶ ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος, ὅπως ὁ Οὐλπιανός [11] καὶ ὁ Προαιρέσιος. [12]
Ἀκόμη καὶ μία γενικὴ περιγραφὴ δίνει τὴν ἐντύπωσιν τοῦ συνθέτου ὑποβάθρου τῆς χριστιανικῆς Ἀντιοχείας, ἥτις, διὰ περισσότερον ἀπὸ ἕνα αἰῶνα ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ δ΄ αἰ., ἐνεθάρρυνε μίαν ἀξιοπρόσεκτον ὁμάδα χριστιανῶν φιλοσόφων καὶ ἀσκητῶν. Ἀλλὰ μὲ ἐξαίρεσιν τὸν Ἱερὸν Χρυσόστομον, ὅλοι οἱ ἀποτελοῦντες τὴν ὁμάδα αὐτὴν κατεδικάσθησαν, εἴτε ὡς πρόσωπα εἴτε τα συγγράμματά των, διὰ τὴν διαίρεσιν τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ (Νεστοριανισμός). [13]
Ἡ Ἀντιόχεια ἦτο σημαντικὸν πνευματικὸν κέντρον καὶ διεκρίθη ἕνεκα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς της, ἥτις ἤκμασεν ἐκεῖ καὶ εἰς τὴν πέριξ περιοχὴν κατὰ τὰ μέσα τοῦ δ΄ αἰ. καὶ τὸ πρώτον ἥμισυ τοῦ ε΄ αἰ. Ὡς πρὸς τὴν θύραθεν παιδείαν ἡ Ἀντιόχεια ἐφημίζετο διὰ τὴν ῥητορικήν της καὶ ὡς πρὸς τὴν καθ’ ἡμᾶς παιδείαν (θεολογία), εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Σχολὴν τῆς Ἀλεξανδρείας, ἐχαρακτηρίζετο διὰ τὴν κατὰ γράμμα ἑρμηνείαν τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τὸ ἐνδιαφέρον πρὸς ἔμφασιν τῆς πλήρους ἀνθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ. [14]
Ἡ ἐθνικὴ Σχολὴ τῆς Ἀντιοχείας καὶ τὸ ἐν αὐτῇ ἐκπαιδευτικὸν σύστημα τῆς ἀρχαιότητος, συμπεριλαμβανομένων τῶν σχολείων τῆς Σοφιστικῆς, φαίνεται ὅτι παρήκμασαν ἐπὶ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἂν πιστεύσωμεν εἰς τὴν μεμψιμοιρίαν τοῦ Προκοπίου ὅτι γενικῶς εἰς ὅλην τὴν ἐπικράτειαν ὁ αὐτοκράτωρ ἔπαυσε τὰ ἐπιδόματα ἅτινα ἐδίδοντο εἰς τοὺς διδασκάλους, ἐδήμευσε τὰ δημοτικὰ χρήματα τὰ ὁποῖα ἐχρησιμοποιήθησαν διὰ τοπικοὺς σκοπούς, περιέκοψε τὰ χρήματα διὰ τὰς τοπικὰς ἕδρας τῆς ῥητορικῆς καὶ ἀπηγόρευσε τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ εἰς τοὺς ἐθνικοὺς τὸ νὰ ἐξασκοῦν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ συνηγόρου ἢ τὸ νὰ ἀνέρχωνται εἰς καθηγητικὰς ἕδρας. [15] Πλὴν τούτου ἡ Ἀντιόχεια ὑπέστη καταστροφὰς ὑπὸ τῶν σεισμῶν τῶν ἐτῶν 526 [16] καὶ 528 καὶ κατελήφθη καὶ ἐλεηλατήθη ὑπὸ τῶν Περσῶν τὸ 540. [17]
Λιβάνιος (314-393 μ.Χ.) ἦτο ἐκ τῶν γνωστοτέρων ἐκπροσώπων τῆς Δευτέρας Σοφιστικῆς. [18] Καταγόμενος ἐκ μεγάλης οἰκογενείας τῆς Ἀντιοχείας ἐσπούδασεν εἰς τὰς ῥητορικὰς σχολὰς τῆς πατρίδος του καὶ τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἀπέκτησεν εὐρυτάτην καὶ γνησίαν Ἑλληνικὴν παιδείαν. [19] Ἐσταδιοδρόμησεν ὡς ῥητοροδιδάσκαλος καὶ ἐδίδαξεν εἰς τὴν ΚΠολιν, τὴν Νίκαιαν, τὴν Νικομήδειαν καὶ εἰς τὴν γενέτειράν του, ὅπου ἵδρυσεν ὀνομαστὴν σχολὴν ῥητορικῆς διδάσκων ἐκεῖ ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, προσελκύων πλήθη μαθητῶν ἀπὸ ὅλην τὴν Ἑλληνόφωνον Ἀνατολήν. Ὁ Λιβάνιος ἀνέπτυξε τὴν χαρακτηριστικὴν δραστηριότητα τοῦ Ἕλληνος σοφιστοῦ καὶ τὰ ἔργα του ἔχουν φιλολογικὸν καὶ ἱστορικὸν ἐνδιαφέρον. [20]
Τὸ συγγραφικὸν ἔργον τοῦ Λιβανίου εἶναι ἐκτενές, περιλαμβάνον 64 ῥητορικοὺς λόγους, [21] διδασκαλικὰ προγυμνάσματα, [22] 1544 ἐπιστολὰς καὶ ἓν ἐπίγραμμα. [23]
Ἐξαιρετικὸν ἐνδιαφέρον διὰ τὰς πληροφορίας των παρουσιάζουν οἱ αὐτοβιογραφικοὶ λόγοι καὶ μάλιστα ὁ τιτλοφορούμενος Βίος ἢ Περὶ τῆς ἑαυτοῦ τύχης, [24] καθὼς καὶ οἱ λόγοι οἵτινες ἀναφέρονται εἰς τὸν Ἰουλιανὸν καὶ φωτίζουν τὴν στάσιν τῶν Ἑλλήνων ἐθνικῶν ἔναντι τοῦ Χριστιανισμοῦ. [25] Ὁ λεγόμενος Βασιλικὸς Λόγος, ὁ ἐκφωνηθεὶς εἰς τὴν Νικομήδειαν τὸ 348, ἐνώπιον τῶν συναυτοκρατόρων Κωνσταντίου καὶ Κώνσταντος, παρέχει πληροφορίας περὶ τῆς πολιτικῆς ἰδεολογίας τῆς ἐποχῆς.
Τὸ τεράστιον τοῦτο συγγραφικὸν ἔργον ὡς ἡ τελευταία ἀξιόλογος παραγωγὴ τῆς ἐθνικῆς ῥητορικῆς εἶναι καὶ σπουδαία πηγὴ ἱστορικῶν πληροφοριῶν καὶ ὁ Λιβάνιος θεωρεῖται κοινωνικὸς σχολιαστὴς [26] περὶ προσώπων καὶ γεγονότων τοῦ δ΄ αἰ. [27] Ὁ Λιβάνιος, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τοὺς ὑπαινιγμοὺς εἰς πολλοὺς συγγραφεῖς τῆς ἀρχαιότητος, οἵτινες γίνονται εἰς τὰ ἔργα του, ἐμελέτα μὲ τοὺς μαθητάς του τοὺς κοινῶς ἀποδεκτοὺς συγγραφεῖς, χωρὶς νὰ παραμελῇ καὶ τοὺς προσφατωτέρους, ὅπως τὸν Αἴλιον Ἀριστείδην, [28] τὸν ὁποῖον ὁ Λιβάνιος εἶχε πρότυπόν του. [29] Ὁ ἴδιος ἀναφέρει ὅτι τὰ μαθήματά του ἐβασίζοντο εἰς πολλοὺς συγγραφεῖς τῆς ἀρχαιότητος. [30]
Μεταξὺ τῶν ῥητόρων τῆς ἀρχαιότητος ὁ Λιβάνιος κατάσσεται μετὰ τὸν Δημοσθένην. [31] Τοῦτον ὁ Λιβάνιος ἐθεώρει ἴσως τὸν σπουδαιότερον ὅλων τῶν κλασικῶν συγγραφέων [32] καὶ διὰ τοὺς λόγους τοῦ ὁποίου συνέταξεν ἰδιαιτέραν φιλολογικὴν πραγματείαν. [33] Τὰ κείμενά τοῦ Λιβανίου, εἰς τὸν χῶρον τῶν φιλολογικῶν μαθημάτων, ἐχρησιμοποιοῦντο καὶ ἀνεγιγνώσκοντο [34] ὁμοῦ μὲ τὰ ἔργα τῶν χριστιανῶν συγγραφέων ὁπότε κατέστησαν δημοφιλῆ καθ’ ὅλην τὴν Βυζαντινὴν περίοδον. [35]
Ἀνθοῦσα κατὰ τὸν δ΄ ἕως τὸν ϛ΄ μ.Χ. αἰ., ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ἀντιοχείας παρήγαγε σημαντικοὺς θεολόγους. Ὁ Θεοδώρητος Κύρου (393-466), ὁ τελευταῖος ἀξιοσημείωτος ἐκπρόσωπος τῆς ἐν λόγῳ σχολῆς εἶναι εἷς τούτων. Γόνος πλουσίας οἰκογενείας, ἐγεννήθη τὸ 393 εἰς τὴν Ἀντιόχειαν καὶ ἔλαβε σημαντικὴν ῥητορικὴν καὶ φιλοσοφικὴν παιδείαν εἰς τὰς ὀνομαστὰς σχολὰς τῆς πατρίδος του. [36] Δεῖγμα τῆς παιδείας του εἶναι ἡ ἐξοικείωσις μὲ τὰ συγγράμματα κλασικῶν συγγραφέων. Ὁ Θεοδώρητος ἦτο πολύγλωσσος, ἀφοῦ ἐγνώριζεν Ἑλληνικά, Συριακά, Ἑβραϊκὰ καὶ ὡς φαίνεται καὶ Λατινικά. [37]
Ἐκάρη μοναχὸς εἰς τὴν μονὴν τοῦ Ἁγίου Εὐπρεπίου, πλησίον τῆς Ἀντιοχείας, ὅπου ἐμελέτησεν εἰς βάθος τὰ βιβλικὰ κείμενα καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς. Τὸ 423 ἐχειροτονήθη ἐπίσκοπος εἰς τὴν μικρὰν πόλιν Κύρου (ἢ Κύρρου) καὶ ἀπὸ τὸ 428 ὑπεστήριζε τὸν φίλον του Νεστόριον εἰς τὴν χριστολογικὴν διαμάχην πρὸς τὸν ἅγιον Κύριλλον Ἀλεξανδρείας, τοῦ ὁποίου ἐγένετο ἐπικριτής.
Ὁ Θεοδώρητος ὑπῆρξεν ἐκ τῶν γονιμωτέρων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων τοῦ ε΄ αἰ. ἀφοῦ ὁ Φώτιος ἀριθμεῖ περίπου 27 ἔργα του. [38] Τοῦ ὀφείλομεν πραγματείας περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος [39] καὶ περὶ τῆς τοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσεως, [40] ἔργα πολεμικὰ κατὰ αἱρετικῶν (Ἀρειανισμοῦ, Μονοφυσιτισμοῦ κλπ.) ὅπως τὸ ἔργον (Αἱρετικῆς Κακομυθίας Ἐπιτομή) [41] καὶ ἔργα ἀπολογητικά, ὅπως (Ἑλληνικῶν Θεραπευτικὴ Παθημάτων). [42] Ἐρανιστής [43] του ἀποκαθιστᾷ πλήρως τὴν διάκρισιν μεταξὺ θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς τὸν Χριστόν. Τὸ ἑρμηνευτικόν του ἔργον συμπεριλαμβάνει τοὺς Ψαλμούς (Ἑρμηνεία εἰς τοὺς Ψαλμούς), τὸ ᾎσμα τῶν Ἀσμάτων, τοὺς προφήτας ὅπως (Ἑρμηνεία εἰς τὸν Προφήτην Ἡσαΐαν) καὶ τὰς ἐπιστολὰς τοῦ Παύλου. Ἠσχολήθη ἐπίσης μὲ τὴν ἱστορίαν. Ἔχομεν ἐξ αὐτοῦ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν [44] ἀπὸ 323 ἕως τὸ 429, σπουδαιοτάτην διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀντιοχείας. Δεῖγμα τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου εἶναι ἡ Φιλόθεος Ἱστορία. [45] Πρόκειται περὶ συλλογῆς ἐποικοδομητικῶν διηγήσεων ὁμοίας πρὸς τὴν Λαυσαϊκὴν Ἱστορίαν τοῦ Παλλαδίου. Αἱ 147 κομψαὶ Ἐπιστολαί του [46] ἀποτελοῦν πηγὴν πληροφοριῶν τόσον διὰ τὰ κοσμικὰ ὅσον καὶ διὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα.
Ἰωάννης Μαλάλας (490-570) ἐξελληνισμένος Σύρος χρονογράφος τοῦ ϛ΄ μ.Χ. αἰ., ὅστις θεωρεῖται πατὴρ τῆς Βυζαντινῆς χρονογραφίας. Τὸ ἔργον του εἶναι τὸ πρῶτον δεῖγμα χρονογραφίας εἰς τὸ Βυζάντιον. [47] Εἰς τὴν εἰσαγωγὴν τῆς Χρονογραφίας του [48] ἀναφέρει ὅτι κατάγεται ἐξ Ἀντιοχείας καὶ ὅτι εἶναι γνωστὸς ὡς Ἰωάννης Μαλάλας. [49] Κατεῖχε ῥητορικὴν καὶ ἐνδεχομένως νομικὴν παιδείαν. [50]
Χρονογραφία τοῦ Ἰωάννου Μαλάλα εἶναι ἡ παλαιοτέρα σωζομένη ἐν ἐπιτομῇ Βυζαντινὴ χρονογραφία. [51] Ἐκτείνεται ἀπὸ τὴν κτίσιν τοῦ κόσμου ἕως τοὺς χρόνους τοῦ Ἰουστινιανοῦ εἰς 18 βιβλία. [52] Χρονογραφία τοῦ Ἰωάννου Μαλάλα παρέχει σημαντικὰ στοιχεῖα διὰ τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὰς τοποθετήσεις ἑνὸς πεπαιδευμένου εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Αὐτοκρατορίαν. Ἡ γλῶσσα τῆς Χρονογραφίας του εἶναι ἀφ’ ἑνὸς μὲν ζωντανὴ καὶ ἀφ’ ἑτέρου δὲ «λαϊκή», τῆς ὁποίας ὁ Ἰω. Μαλάλας ἐμφανίζεται κατὰ τὸν ϛ΄ αἰ. ὡς πρόδρομος. [53] Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὴν ὕλην καὶ τὸν τρόπον τῆς ἀφηγήσεως ὁ N. G. Wilson θεωρεῖ τὸ ἔργον τοῦ Ἰω. Μαλάλα γενικῶς ἀναξιόπιστον πηγήν, [54] ἐνῷ ὁ H. Hunger τὸ βλέπει ὡς μίαν τυπικὴν Βυζαντινὴν χρονογραφίαν. Ὁ Ἰω. Μαλάλας φαίνεται ὅτι εἶναι πιστὸς ὑπήκοος καὶ ὀπαδὸς τῆς ἀπολύτου μοναρχίας τοῦ Ἰουστινιανοῦ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ὁποίου ἔζησεν. [55]
Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν Χρονογραφίαν του, ὁ Ἰω. Μαλάλας ἦτο ἐξοικειωμένος μὲ εὐρὺ φάσμα συγγραφέων, ἐμπλουτίζων τὸν Ἑλληνο-Ῥωμαϊκὸν πολιτισμὸν μὲ Αἰγυπτιακὰ καὶ Ἀσσυριακὰ στοιχεῖα, ἀπὸ τὴν πλέον πρόωρον περίοδον ἕως τοὺς συγχρόνους του πρὸς τὰς ἀρχὰς τοῦ ϛ΄ αἰ. Αἱ πηγαὶ τῆς Χρονογραφίας τοῦ Ἰω. Μαλάλα εἶναι πολλαὶ καὶ ποικίλαι, ἀναδεικνύουν δ’αὐτὸν ἕνα πεπαιδευμένον καὶ ἐξοικειωμένον οὐ μόνον μὲ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας συγγραφεῖς, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς χριστιανούς. Εἶναι, ἐντούτοις, σαφὲς ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐγνώριζε ὅλα αὐτὰ τὰ κείμενα ἀμέσως. [56]

2. Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΓΑΖΗΣ

Ἡ Γάζα, ἀνθοῦσα πόλις εἰς τὴν νότιον ἀκτὴν τῆς Παλαιστίνης, ἦτο γνωστὸν κέντρον παλαιῶν παραδόσεων καὶ πολιτισμοῦ. Κατὰ τὸν β΄ καὶ τὸν γ΄ μ.Χ. αἰ. ἐγένετο κέντρον Ἑλληνικοῦ ἐμπορίου. [57] Ἡ εἰδωλολατρικὴ παρουσία ἐκεῖ ἦτο ἰσχυρὰ καὶ ἡ ἐκκλησία ἠγωνίζετο διὰ τὴν ὕπαρξίν της [58] καὶ ἡ ἀποστασία τοῦ Ἰουλιανοῦ, κατὰ τὸν δ΄ αἰ. ἐχαιρετίσθη ἐκεῖ μὲ ἐνθουσιασμόν. [59] Ὁ Λιβάνιος θαυμάζει τὰς ῥητορικὰς σχολὰς τῆς πόλεως [60] καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μαρτυρεῖ ὅτι ἔχει μελετήσει ῥητορικὴν εἰς τὰ σχολεῖα τῆς Παλαιστίνης: «τοῖς κατὰ Παλαιστίνην παιδευτηρίοις, ἀνθοῦσι τότε, κατὰ ∙ητορικῆς ἔρωτα». [61]
Ἡ ἀλλαγὴ ὅμως ἦλθεν ἐπὶ τοῦ Θεοδοσίου Β΄ (408-450) ὅτε ἀνέλαβεν ὁ Πορφύριος, ἐπίσκοπος Γάζης, [62] ἐκστρατείαν ἐναντίον τῶν τοπικῶν λατρειῶν μὲ τὴν ὑποστήριξιν τῆς αὐτοκρατείρας Εὐδοξίας (400-404), ἡ ὁποία ἀντικατέστησε τὸν ἐθνικὸν ναὸν τῆς πόλεως τὸ «Μαρνεῖον» μὲ ἐκκλησίαν, ἥτις ὠνομάσθη πρὸς τιμήν της «Εὐδοξιανή». [63] Ὁ Χριστιανισμὸς ἐπὶ ἓν διάστημα εἶχεν ἐμποδίσει τὰς κλασικὰς σπουδὰς εἰς τὴν Γάζαν, λόγῳ τῆς τεταραγμένης σχέσεως μεταξὺ χριστιανικῆς καὶ εἰδωλολατρικῆς παιδείας, [64] ἀλλὰ κατὰ τὸν ε΄ καὶ ϛ΄ μ.Χ. αἰ. ἡ πόλις τῆς Γάζης ἦτο ἕδρα σειρᾶς χριστιανῶν κλασικιστῶν σοφιστῶν καὶ συγγραφέων, οἵτινες ἐστελέχωσαν τὴν γνωστὴν ὡς Σχολὴν τῆς Γάζης. [65]
Παρατηρεῖται ὅτι ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ ὑπὸ τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Γάζης κατὰ τὸν ε΄ αἰ, παρὰ τὸ ὅτι ἐγένετο βαθμιαίως, ἤσκησε μεγάλην ἐπίδρασιν ἐπὶ τῆς πολιτιστικῆς ἀναπτύξεως τῆς πόλεως [66] καὶ πολλὰ εἰδωλολατρικὰ στοιχεῖα ἐπέζων εἰσέτι. Ἡ κοινωνία τῆς Γάζης, ἐν ὀλίγοις, ἦτο παραδοσιακῶς πλέον φιλελευθέρα καὶ ἐδέχετο θρησκευτικὰς καὶ εἰδωλολατρικὰς ἐκδηλώσεις, καλλιτεχνικὰς παραδόσεις, ἀτύπους παρουσιάσεις τῶν μίμων, θεατρικὰς παραστάσεις, χυδαῖον χορὸν καὶ κωμικὰ ἀστεῖα. [67] Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τοῦ ε΄ αἰ. ἡ ἐκεῖ παρουσία τῶν ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος κατέστησε τὴν Γάζαν σημαντικὸν κέντρον λογοτεχνικῆς παραγωγῆς. [68] Εἰς τὴν Σχολὴν τῆς Γάζης ἐσχολιάσθησαν τὰ ἔργα τοῦ Δημοσθένους καὶ ἄλλων ῥητόρων [69] καὶ ἐκαλλιεργήθη τὸ εἶδος τῆς ἠθοποιΐας. [70]
Ἡ ἐν Γάζῃ ῥητορικὴ Σχολὴ ἔχαιρε μεγάλης ὑπολήψεως. Μετὰ δὲ τὸν ἐκχριστιανισμόν της ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου Πορφυρίου τὸ 400 μ.Χ. οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ῥητορικῆς της Σχολῆς τῆς ἀνθούσης τὸν ε΄ καὶ ϛ΄ μ.Χ. αἰ., ἦσαν πάντοτε χριστιανοί. [71] Οἱ διδάσκαλοι τῆς ἐν λόγῳ Σχολῆς ἦσαν ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ βεβαίως ἐγνώριζον καὶ τοὺς θύραθεν συγγραφεῖς. Οἱ σπουδαιότεροι διδάξαντες εἰς τὴν Σχολὴν ταύτην ἦσαν οἱ Προκόπιος ὁ Γαζαῖος, ὁ Χορίκιος, Μᾶρκος ὁ Διάκονος καὶ Τιμόθεος ὁ Γραμματικός.
Προκόπιος ὁ Γαζαῖος. Δὲν πρέπει νὰ συγχέεται πρὸς τὸν ἱστορικὸν Προκόπιον Καισαρείας. [72] Ἐγεννήθη περίπου τὸ 465 εἰς τὴν Γάζαν καὶ ἐπαιδεύθη εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, τὴν ὁποίαν καλεῖ εἰς μίαν ἐπιστολήν του: «κοινὴν τῶν λόγων μητέρα». [73] Εἰς τὸ ἐπιτάφιον ἐπὶ τῷ Προκοπίῳ, τὸ γεγραμμένον ὑπὸ τοῦ Χορικίου, ὁ Προκόπιος περιγράφεται ὡς «Τά τε γὰρ δόγματα τῆς εὐσεβείας τά τε τούτοις ἀντιλέγειν ἐπιχειροῦντα, τὰ μὲν ὅπως ἐπιτηδεύσῃ μαθών, τὰ δὲ πρὸς ἔλεγχον ἐπιστάμενος, ἄμφω καλῶς ἐπαιδεύθη». [74] Ἤρχισε τὴν σταδιοδρομίαν του ὡς σοφιστὴς (ῥητοροδιδάσκαλος) καὶ ἐδίδαξε καὶ ἤσκησε τὴν κλασικὴν ῥητορικὴν εἰς νεαρὰν ἡλικίαν, ἡτοιμάζετο δὲ διὰ ἐπίσημον ἕδραν τῆς ῥητορικῆς εἰς τὴν Γάζαν, ὅπου ἔζησε μέχρι τὸν θάνατόν του τὸ 528 περίπου. [75]
Τὸ corpus τῶν σωζωμένων ἔργων τοῦ Προκοπίου ἀποτελεῖται ἀπὸ συγγραφὰς ἀνηκούσας εἰς διάφορα λογοτεχνικὰ εἴδη, τῆς θύραθεν παιδείας καὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς, ὅπως π.χ. ἑρμηνευτικὰς Σειρὰς (Catenae) εἰς τὰς Ἁγίας Γραφάς, ἐπιστολάς, ῥητορικὰ καὶ θεολογικὰ ἔργα (ἀντιῤῥητικά). [76] Εἰδικῶς εἰς τὸν Προκόπιον ἀποδίδεται ἡ πατρότης τοῦ φιλολογικοῦ εἴδους ὅπερ ἔχει ὁμοιότητα μὲ τὰ σχόλια τῶν κλασικῶν συγγραφέων, δηλ. τῶν Σειρῶν (Catenae). Αἱ Σειραὶ ἀπετέλουν εἶδος συνεχοῦς σχολιασμοῦ εἰς τὰς Ἁγίας Γραφάς, ἀπαρτιζόμεναι ἐκ χωρίων διαφόρων προηγουμένων ἑρμηνευτῶν. [77] Τοῦ σώζεται «Προκοπίου Γαζαίου Χριστιανοῦ σοφιστοῦ εἰς ᾎσμα τῶν ᾈσμάτων ἐξηγητικῶν ἐκλογῶν ἐπιτομὴ ἀπὸ φωνῆς Γρηγορίου Νύσσης καὶ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὠριγένους τὲ καὶ Φίλωνος τοῦ Καρπαθίου, Ἀπολιναρίου, Εὐσεβίου Καισαρείας καὶ ἑτέρων διαφόρων, ἤγουν Διδύμου, τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου καὶ Θεοφίλου». [78] Τοῦτο τὸ νέον εἶδος ἀπετέλεσε σταθμὸν εἰς τὰς βιβλικὰς σπουδάς [79] καὶ διέσωσε πολλὰ χωρία ἐξ ἀπολεσθέντων ἔργων.
Τοῦ Προκοπίου σώζονται καὶ 166 γνήσιαι ἐπιστολαί, [80] 7 Μελέται, 3 Διαλέξεις καὶ 4 Ἠθοποιΐαι, μία Ἔκφρασις εἰκόνος ἐν τῇ πόλει τῶν Γαζαίων κειμένης καὶ μία Ἔκφρασις Ὡρολογίου.
Τὸ περιεχόμενον τῶν μελετῶν τοῦ Προκοπίου προέρχεται ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς μυθολογίας καὶ φιλοσοφίας: π.χ. ἡ δευτέρα διάλεξίς του περιγράφει ἓνα περίπατον (λειμῶνα) ἐκτὸς τῆς πόλεως, ἡ ὁποία προέρχεται ἐκ τοῦ Φαίδρου τοῦ Πλάτωνος. [81] Αἱ πηγαὶ τοῦ Προκοπίου φαίνονται νὰ εἶναι ὁ Ἡσίοδος, [82] Λουκιανός, [83] ὁ Αφθόνιος [84] καὶ ὁ Ὅμηρος. [85] Εἰς τοιούτου εἴδους ἔργα ὁ Προκόπιος ἐλειτούργησεν ἁπλῶς εἰς μίαν ἐθνικὴν λογοτεχνικὴν παράδοσιν τὴν ὁποίαν υἱοθέτησε μόνον καὶ μόνον διὰ τὴν αἰσθητικήν της.
Ἐκτὸς τῶν ἄλλων ῥητορικῶν, εἰς τὸν Προκόπιον ἀποδίδονται καὶ δύο Ἐκφράσεις ὅπου περιγράφονται ἔργα τέχνης. Εἰς μίαν ἔκφρασιν περιγράφεται εἰκὼν τῆς Φαίδρας καὶ τοῦ Ἱππολύτου. [86] Τὸ θέμα εἶναι ἐκ τοῦ ἔργου τοῦ Εὐριπίδου Ἱππόλυτος. Ἄλλη εἶναι μία ἔκφρασις ἑνὸς ἀξιοπροσέκτου ὡρολογίου εἰς τὴν Γάζαν μὲ μορφὴν Ἡρακλέους, τὸ ὁποῖον ἐσήμαινε τὰς ὥρας καὶ εἶχεν ἐξηλεγμένους μηχανισμοὺς αὐτοματισμοῦ. [87] Εἶναι ἐνδεικτικὸν τῆς νοοτροπίας τῆς ἀρχαιότητος ὅτι ὁ Προκόπιος δαπανᾷ τὸ μεγαλύτερον μέρος τοῦ περιγραφικοῦ του ταλάντου εἰς τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν τοῦ ὡρολογίου καὶ δὲν ἐξηγεῖ τὸν μηχανισμὸν οὔτε πλέκει ἐγκώμιον πρὸς τιμὴν τοῦ ἐφευρέτου του. [88]
Χορίκιος εἶναι ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων καὶ τελευταίων ἐκπροσώπων τῆς ῥητορικῆς Σχολῆς τῆς Γάζης. Ὑπῆρξε καὶ μαθητὴς τοῦ Προκοπίου Γαζαίου. [89] Κατὰ δὲ τὸν Φώτιον ὁ Χορίκιος «Ἤκμασε ἐν τοῖς Ἰουστινιανοῦ χρόνοις» [90] καὶ ἦτο πρόεδρος τῆς ῥητορικῆς Σχολῆς τῆς Γάζης, ὅπου ἐδίδαξε ῥητορικήν. Τὰ ἔργα τοῦ Χορικίου, ὡς σοφιστοῦ, ἦσαν λίαν γνωστά, ὥστε ὁ Φώτιος ἐπαινεῖ τὸ σαφὲς καὶ καθαρόν του ὕφος, τὸν χαρακτῆρα, τὴν ἠθικὴν καὶ τὴν χριστιανικήν του πίστιν, [91] παρὰ τὸ ὅτι δὲν ἦτο εὔλογος καὶ ἑλκυστικὴ ἡ ἀνάμειξις εἰδωλολατρικῶν καὶ χριστιανικῶν στοιχείων εἰς τὰ ἔργα του. [92]
Κατὰ πάλι τὸν Φώτιον «Ποικίλα δὲ αὐτοῦ καὶ πολλὰ συγγράμματα φέρεται· πλασματικοῖς τε γὰρ καὶ πανηγυρικοῖς καὶ μονῳδίαις καὶ ἐπιθαλαμίοις καὶ ἀντιρρητικοῖς ἔστιν αὐτοῦ λόγοις ἐντυχεῖν καὶ τοιούτοις ἑτέροις». [93] Τὰ συγγράμματα τοῦ Χορικίου εἶναι ἀξιόλογα καὶ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἐννοήσωμεν τὴν ἔκτασιν τῆς κλασικῆς του παιδείας. [94] Τοῦ ἀποδίδονται 4 ἐγκώμια, 1 ἐπαινετικὸς λόγος, 25 διαλέξεις καὶ 12 μελέται, [95] καὶ εἷς ἐπιτάφιος ἐπὶ Προκοπίῳ, τῷ διδασκάλῳ του. [96] Ἀπὸ πλευρᾶς γλώσσης καὶ ὕφους, ὁ Χορίκιος ἀκολουθεῖ τὰς τάσεις τῆς ἐποχῆς του, εἶναι συνειδητὸς ἀττικιστής, ὅστις προσέχει τὴν καθαρότητα καὶ τὴν διαύγειαν τοῦ ὕφους. [97]
Ἐν τοῖς πανηγυρικοῖς, συμβουλευτικοῖς καὶ ἐγκωμιαστικοῖς λόγοις, ὁ Χορίκιος κατατάσσεται μεταξὺ τῶν μεγάλων ῥητόρων δηλ. τίθεται μετὰ τῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Γρηγορίου Νύσσης, μεγάλου Βασιλείου, Ἀριστείδου, Θεμιστίου καὶ Προκοπίου Γαζαίου. [98] Συνηγορία μίμωνὙπὲρ τῶν Διονύσου τὸν βίον εἰκονιζόντων τοῦ Χορικίου [99] εἶναι ἐκ τῶν σημαντικωτέρων κειμένων τοῦ ϛ΄ μ.Χ. αἰῶνος, λόγῳ τῶν πληροφοριῶν του διὰ τὸ θέατρον καὶ κυρίως τὰς παραστάσεις τῶν μίμων. Ὁ γαμήλιος Λόγος (λόγος 5), ὁ ἐπιθαλάμιος δηλ., τοῦ Χορικίου εἰς τὸν μαθητήν του Ζαχαρίαν εἶναι ἀρκετὰ σύντομος. Ἔγραψε ὁ Χορίκιος ἐπίσης ἕνα λόγον πανηγυρικὸν μὲ ἀφορμὴν τὴν ἑορτὴν τῶν Βρουμαλίων. [100]
Μᾶρκος ὁ Διάκονος (350-430) ἦτο καλλιγράφος καὶ ἐπαγγελματίας ἀντιγραφεὺς βιβλίων, ὅστις εἶχεν ἀφιερώσει τὴν ζωήν του εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Πορφυρίου ἐπισκόπου Γάζης. Ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Μάρκου Διακόνου σώζεται τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος ἀνωτέρω ἁγιολογικὸν κείμενον, ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Πορφυρίου ἐπίσκοπου Γάζης (347-420), [101] ὅστις θεωρεῖται ὑπό τινων μελετητῶν ὡς ἓν τῶν ἐξαιρετικῶν κειμένων, [102] λόγῳ τῶν πολυτίμων πληροφοριῶν διὰ τὸν χριστιανισμὸν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν κατὰ τὸν ε΄ μ.Χ. αἰ. εἰς τὴν Παλαιστίνην. [103] Σήμερον πιστεύεται ὅτι τὸ ἀρχικὸν κείμενον τῆς βιογραφίας ἀπωλέσθη καὶ ἡ σωζομένη μορφὴ εἶναι διασκευὴ τοῦ ϛ΄ ἢ ζ΄ αἰ. [104]
Τὸ κείμενον παρέχει σαφεστάτην εἰκόνα τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς πόλεως πρὸς τὰ τέλη τοῦ δ΄ καὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ ε΄ μ.Χ. αἰ. Σημαντικαὶ εἶναι αἱ πληροφορίαι διὰ τὴν ἑδραίωσιν τοῦ χριστιανισμοῦ εἰς τὴν Παλαιστίνην, ἐνῷ καταγράφεται μὲ ἀξιοθαύμαστον ἁπλότητα καὶ σαφήνειαν τὸ ψυχολογικὸν κλῖμα τῆς μεταβατικῆς ἐκείνης ἐποχῆς, μὲ τὴν ἀντεπίθεσιν τῶν χριστιανῶν, ὅπερ ἐξεδηλώθη κυρίως μὲ τὴν μανίαν τῆς καταστροφῆς τῶν ἀρχαίων ναῶν. [105] Τὸ κείμενον ἐν τούτοις ἀποτελεῖ καὶ σημαντικὴν πηγὴν πληροφοριῶν διὰ τὸν ἰδιωτικὸν βίον τῶν πρωΐμων Βυζαντινῶν χρόνων καὶ ἰδιαιτέρως διὰ τὴν ἐθιμοτυπίαν τοῦ Ἱεροῦ Παλατίου. Ὁ Μᾶρκος περιγράφει μὲ ἐνάργειαν τὴν γέννησιν καὶ τὴν βάπτισιν τοῦ Θεοδοσίου Β΄ τοῦ Μικροῦ. [106]
Μία ἐκ τῶν χαρακτηριστικωτέρων μορφῶν τῆς ἐποχῆς ταύτης (τέλη τοῦ ε΄- ἀρχὰς ϛ΄ μ.Χ. αἰ.) εἶναι ἐκείνη τοῦ γραμματικοῦ καὶ ποιητοῦ Τιμοθέου Γαζαίου, μαθητοῦ τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Αἰγυπτίου λογίου γραμματικοῦ Ὡραπόλλωνος [107] καὶ κάποτε τοῦ Ὠρίωνος τοῦ Θηβαίου. [108] Ὁ Τιμόθεος ἦτο σύγχρονος τοῦ Ἰω. Χάρακος [109] καὶ τοῦ αὐτοκράτορος Ἀναστασίου Α΄ (491-518). Ἠσχολήθη κυρίως μὲ τὴν γραμματικὴν καὶ τὴν σύνταξιν, [110] γράψας ἐπίσης Λόγον περὶ τῶν ζώων. [111] Κατὰ τὴν Σούδαν: «Τιμόθεος, Γαζαῖος, γραμματικός, γεγονὼς ἐπὶ Ἀναστασίου βασιλέως. εἰς ὃν καὶ τραγῳδίαν ἐποίησε περὶ τοῦ δημοσίου τοῦ καλουμένου χρυσαργύρου. ἔγραψε δὲ καὶ ἐπικῶς Περὶ ζῴων τετραπόδων θηρίων τῶν παρ' Ἰνδοῖς καὶ Ἄραψι καὶ Αἰγυπτίοις, καὶ ὅσα τρέφει Λιβύη καὶ Περὶ ὀρνέων ξένων τε καὶ ἀλλοκότων καὶ ὄφεων βιβλία δ´». [112]
Γονεῖς τινες, κατὰ τὸν Ζώσιμον, ἐξέδωκαν κάποτε τὰς θυγατέρας των εἰς τὴν πορνείαν, [113] ὁ Τιμόθεος Γαζαῖος ἐκμεταλλευόμενος τὸ γεγονὸς τοῦτο ἐποίησε θέμα μιᾶς τραγῳδίας μὲ τίτλον Χρυσάργυρον, [114] ἥτις συνέβαλεν εἰς τὴν κατάργησιν τοῦ κεφαλικοῦ φόρου τούτου. [115]
Ὁ Τιμόθεος θεωρεῖται ὁ πρῶτος Βυζαντινὸς ὁ ὁποῖος ἔγραψε ἔργον μὲ ἀμιγὲς φυσιογνωστικὸν περιεχόμενον. Πρόκειται περὶ ποίηματος μὲ τίτλον δηλωτικὸν τοῦ περιεχομένου του Περὶ τετραπόδων θηρίων τῶν Ἰνδιῶν, τῆς Ἀραβίας, τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Λιβύης καὶ περὶ ὀρνέων ξένων καὶ ἀλλοκότων καὶ ὄφεων. [116] Μεταξὺ τῶν κειμένων τῆς ἱππολογίας ἐμφανίζεται ἓν ἀπόσπασμα τοῦ προαναφερθέντος ἔργου τοῦ Τιμοθέου Γαζαίου. [117] Τὸ ἐν λόγῳ κείμενον ἐμφανίζεται εἰδικώτερον εἰς τὸ ἐγχειρίδιον τῆς ζωολογίας τὸ ὁποῖον συντάσσεται κατ’ ἐντολὴν τοῦ Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογεννήτου. [118] Ἡ μελέτη τοῦ ἀποσπάσματος τοῦ Τιμοθέου, εἰς τὸ ὁποῖον παρουσιάζει εἰκοσάδα γενῶν ἵππων, λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν ἀρχαίας πηγὰς εἰς τὸ ἴδιον θέμα ὅπως: τὸ Cynegeticon τοῦ Grattius, τὰ Κυνηγετικὰ τοῦ Ὀππιανοῦ, [119] τὰ Ἱππιατρικὰ Ἄρθρα τοῦ Ἀψύρτου, [120] τὴν Historia Naturalis τοῦ Πλινίου τοῦ πρεσβυτέρου [121] καὶ τὴν Γεωγραφίαν τοῦ Στράβωνος. [122] Τὰ περὶ τῶν ζώων ἔργα ταῦτα ἐπεξηγοῦν τὸν λογοτεχνικὸν χαρακτῆρα τῆς ἐπιστήμης καὶ λογιότητος κατ’ ἐκείνην τὴν περίοδον. [123]
Μεταξὺ τῶν γραμματικῶν τοῦ Βυζαντίου ὁ Τιμόθεος κατέχει σημαντικὴν θέσιν. [124] Ἦτο ἐπὶ πλέον καὶ συντάκτης συντόμου καὶ κοινοτόπου σειρᾶς σημειώσεων, αἱ ὁποῖαι ἀνεφέροντο εἰς ζητήματα γραμματικῆς καὶ ὀρθογραφίας, συμπεριλαμβανομένης τῆς ὀρθῆς μεθόδου τοῦ συλλαβισμοῦ. [125] Ἐξ αὐτοῦ ἔχει σωθεῖ καὶ τὸ μικρὸν σύγγραμμα: Κανόνες Καθολικοὶ περὶ Συντάξεως. [126] Τὸ ζήτημα τῆς ὀρθογραφίας ὁ Τιμόθεος τὸ ἐπραγματεύθη εἰς τὸ προαναφερθὲν ἔργον του, ὅπου παραθέτει στοιχεῖα καὶ ἐκ τοῦ Ἡρωδιανοῦ. [127]

3. Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

Τὸ 331 π.Χ., ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἵδρυσεν εἰς τὴν πλουσιωτέραν περιοχὴν τῆς αὐτοκρατορίας του μίαν μεγαλόπολιν καὶ κέντρον πνευματικῆς καὶ οἰκονομικῆς ἀνθήσεως. Ἐγένετο πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου τῆς Αἰγύπτου ἐπὶ Πτολεμαίου Α΄ τοῦ Σωτῆρος, προστατεύσαντος τὰ Γράμματα καὶ τὰς τέχνας. [128] Ἡ Ἀλεξάνδρεια ὑπῆρξε πράγματι ἐκ τῶν μεγαλυτέρων καὶ πλουσιωτέρων πόλεων τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ μεγάλης σημασίας, ὡς κέντρον τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ κατὰ τοὺς Ἑλληνιστικοὺς Χρόνους. [129] Ἐπὶ τῶν πρώτων δύο Πτολεμαίων ἡ Ἀλεξάνδρεια ἔφθασεν εἰς τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀκμῆς της, ἔχουσα μακρὰν ἐπιστημονικὴν παράδοσιν. [130] Ἡ διαμόρφωσις παιδευτικῆς ἑστίας ἢ Σχολῆς εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἐσήμανε τὴν ἐμφάνισιν μιᾶς τρίτης μεγάλης περιοχῆς τοῦ πολιτισμοῦ παραλλήλως πρὸς τὴν τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ῥώμης. Ἡ Σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας διεμορφώθη κατὰ τὸν τύπον τῆς μεγάλης σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν, ὑπερεῖχεν ὅμως ἐκείνης κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους. Ἐδῶ διὰ πρώτην φορὰν ἔχομεν Σχολὴν τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς λογοτεχνίας, ἥτις ἐπαρκῶς προσέφερε μεγάλας ἐγκαταστάσεις εἰς τὴν ἔρευναν. [131]
Ἡ μεγάλη Βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξανδρείας εἶχεν, ὅπως λέγεται, 700, 000 τόμους, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀπέραντοι θησαυροὶ Ἑλληνικῶν ἔργων. Τοιοῦτοι ἀριθμοὶ διαθεσίμων βιβλίων ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξανδρείας ὑπῆρξεν ἡ πρώτη καθολικὴ βιβλιοθήκη εἰς τὴν ἱστορίαν. [132]
Εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἔζησαν καὶ ἔδρασαν πολλοὶ λόγιοι καὶ ἐπιστήμονες, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀναφέρεται ὁ πρῶτος βιβλιοθηκάριος Ζηνόδοτος (προϊστάμενος ἀπὸ τὸ 285 περίπου π.Χ.), ὁ Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος (205-185 μ.Χ.), ὁ Ἐρατοσθένης (245-205 π.Χ.) καὶ ὁ Ἀρίσταρχος (175-145 π.Χ.). Ἐκ τῶν λογίων ἀναφέρονται οἱ Καλλίμαχος καὶ Ἀπολλώνιος Ῥόδιος, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν καὶ βιβλιοθηκάριοι τῆς Βιβλιοθήκης. [133] Ἐπιστήμονες ὅπως ὁ Εὐκλείδης, [134] ὁ Ἀρχιμήδης, [135] ὁ Κλαύδιος Πτολεμαῖος, ὅστις ἔγραψε τὸ σπουδαιότερον ἀστρονομικὸν ἔργον του, τὴν Μαθηματικὴν Σύνταξιν, ἥτις ἔφθασεν εἰς ἡμᾶς μὲ τὸ ὄνομα Ἀλμαγέστα (Almagest) ἀπὸ τὸν τίτλον τὸν ὁποῖον εἶχεν ἡ Ἀραβικὴ μετάφρασις. [136] Ἐξ ἄλλου ἡ λογοτεχνία καὶ ἡ τέχνη ἤκμαζον ὑπὸ τὴν προστασίαν τῆς αὐλῆς. Ἡ λογοτεχνία καὶ ἡ ἱστορία της, ἡ φιλολογία καὶ ἡ κριτικὴ ἐγένοντο ἐπιστῆμαι. Διὰ τὴν ἔκδοσιν τῶν κειμένων, τὴν ἀντιγραφὴν καὶ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν χειρογράφων ἐπεδείχθησαν ὑπομονὴ καὶ πολυμάθεια. Παρὰ ταῦτα τὰ εὐρύτερα πολιτιστικὰ ἐνδιαφέροντα, ὡς καὶ τὸ μεγαλύτερον μέρος τῆς βιβλιοθήκης τῆς Ἀλεξανδρείας ἦτο ἀναμφισβητήτως Ἑλληνικόν. Ἡ καταβληθεῖσα περὶ τὰ λογοτεχνικὰ ἔργα ἐπιστημονικὴ καὶ ἐκδοτικὴ ἐργασία πείθουν ὅτι τὸ σύνολον τῆς Ἑλληνικῆς λογοτεχνίας συνεχίσθη εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. [137]
Ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν προήρχοντο τὰ κείμενα τοῦ Ὁμήρου καὶ ἄλλων κλασικῶν συγγραφέων καὶ ὄχι ἀπὸ τὰς Ἀθήνας. Ὅλα τὰ ἀξιόλογα βιβλία, ἅτινα ἐνεφανίσθησαν εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἐστάλησαν εἰς τὴν Βιβλιοθήκην διὰ νὰ ἀντιγραφοῦν. Ὁ Γαληνὸς ὁμιλεῖ διὰ «βιβλία ἐκ τῶν πλοίων», [138] τὰ ὁποῖα κατεσχέθησαν ἀπὸ τοὺς ἐπιβάτας, οἵτινες ἔπλεον εἰς τὸν λιμένα τῆς Ἀλεξανδρείας.
Ἂν καὶ οὐδὲν φιλοσοφικὸν δόγμα δὲν ἀνεπτύχθη εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἐν τούτοις, ἀπὸ τὸν γ΄ π.Χ. αἰ. ἕως τὸν ϛ΄ μ.Χ. αἰ. ἡ πόλις ἦτο σημαντικὸν κέντρον εἰς τὸν φιλοσοφικὸν κόσμον. Ἡ μὲ κέντρον τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἀναπτυχθεῖσα φιλοσοφία καὶ γενικώτερον πνευματικὴ κίνησις εἶχεν ὡς ἀντικείμενον σπουδῆς καὶ ἐρεύνης της τὸν Πλάτωνα. [139] Ἐδῶ ὁ Νεοπυθαγορισμὸς καὶ ὁ Νεοπλατωνισμὸς ἐνεφανίσθησαν, ὡς νεωτέρα μορφὴ τῆς Πλατωνικῆς φιλοσοφίας καὶ ἡ στοχαστικὴ καὶ ἡ μυστικὴ ἀντίδρασις ἔναντι τοῦ ὑλισμοῦ τῶν Στωϊκῶν διεμορφώθη καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν πλήρη της ἄνθησιν. [140] Ὁ κύριος ἐκπρόσωπος τῆς Σχολῆς τῆς Ἀλεξανδρείας εἰς τὸν τομέα τῆς φιλοσοφίας ἦτο ὁ Πλωτῖνος, ὅστις εἰς τὴν ἠθικήν του διδασκαλίαν ἐπεδίωκε τὴν κάθαρσιν διὰ τῆς αὐτοπειθαρχίας, ἐν ὄψει τῆς ἀναβάσεως πρὸς τὸν πνευματικὸν κόσμον καὶ τῆς ἀναζητήσεως, ἥτις ὠθεῖται ἀπὸ τὴν ἀγάπην καὶ τὸν θεῖον ἐνθουσιασμόν. [141]
Ἐκτὸς τῆς Σχολῆς τῆς ῥητορικῆς, τῶν φιλολογιῶν καὶ τῶν ἐπιστημῶν διεμορφώθη κατὰ τοὺς πρωΐμους χριστιανικοὺς αἰῶνας εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν καὶ ἡ Θεολογικὴ Σχολή, δηλ. ἡ Κατηχητικὴ Σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας, [142] ἥτις ἐπαρουσίασεν ἔργον σημαντικώτερον ἐκείνου τῶν θύραθεν ἐπιστημῶν. [143] Μὲ τὴν ἔλευσιν τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, «Τοῦτον δὲ Μάρκον πρῶτόν φασιν ἐπὶ τῆς Αἰγύπτου στειλάμενον, τὸ εὐαγγέλιον, ὃ δὴ καὶ συνεγράψατο, κηρῦξαι, ἐκκλησίας τε πρῶτον ἐπ’ αὐτῆς Ἀλεξανδρείας συστήσασθαι», [144] ὁ Χριστιανισμὸς ἤρχισε νὰ ἐξαπλοῦται ταχέως καὶ εἰς ὅλην τὴν Αἴγυπτον. Ἡ Ἀλεξάνδρεια ἐγένετο θεολογικὸν καὶ ἐκκλησιαστικὸν κέντρον τοῦ χριστιανισμοῦ, ὥστε κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ δ΄ αἰ., ἓξ σύνοδοι συνῆλθον ἐν αὐτῇ. [145] Καὶ ἐπειδὴ ἡ Γνωστικὴ φιλοσοφία προσεπάθησε νὰ ἀντικαταστήσῃ τὰ τε Ἰουδαϊκὰ καὶ τὰ Χριστιανικὰ δόγματα εἰς τὴν ἐλευθέραν σκέψιν, προέκυψεν ἀνάγκη τότε νὰ ἱδρύσουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁμοίαν Σχολὴν διὰ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὰ δόγματα ἔναντι τοῦ Γνωστικισμοῦ μὲ τὰ ἴδια ὅπλα τὰ ὁποῖα ἐχρησιμοποίουν οἱ ἐθνικοὶ φιλόσοφοι. Ἐξ ἄλλου οἱ κατηχούμενοι ἤρχισαν νὰ αὐξάνωνται καὶ ἐφάνη ἀπαραίτητον νὰ ἀρχίσῃ κάποια ἐπίσημος καθοδήγησις ὡς προετοιμασία διὰ νὰ γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ συνέπειαν ἡ Κατηχητικὴ Σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας ἤρχισε νὰ λειτουργῇ [146] ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ χριστιανισμοῦ εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἕως ὅτου ἔκλεισε λόγῳ τῶν θεολογικῶν διαταραχῶν κατὰ τὸν ε΄ μ. Χ. αἰ. [147]
Ἡ Κατηχητικὴ Σχολὴ, γνωστὴ καὶ ὡς Schola Apologetica, ἐθεωρεῖτο «Ἡ πρώτη σχολὴ τῶν θεολογικῶν σπουδῶν εἰς τὸν πρῶτον χριστιανικὸν κόσμον». [148] Ἡ ἐν λογῳ Σχολὴ δὲν ἐνδιεφέρετο μόνον διὰ τὴν ἀπολογητικὴν θεολογίαν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸν οὐμανισμόν, τὰς ἐπιστήμας καὶ τὰ μαθηματικά, ὥστε ὁ ἐν αὐτῇ διδάσκων Ὠριγένης περιελάμβανεν εἰς τὰ μαθήματά του διαλέξεις εἰς τὴν Λογικήν, τὴν Φυσικήν, τὴν Γεωμετρίαν καὶ τὴν Ἀστρονομίαν. Οὕτως ἱδρύθη εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἐκτὸς τῆς παλαιᾶς Ἀλεξανδρινῆς Σχολῆς τῆς Φιλολογίας καὶ τῶν Ἐπιστημῶν, ἡ πρώτη Χριστιανικὴ θεολογικὴ σχολή, ἥτις ἐκυριάρχησε εἰς τὸν χῶρον τοῦ πνεύματος. [149]
Ἀπὸ τὸν ἅγιον Γρηγόριον τὸν Θεολόγον γνωρίζομεν ὅτι ὁ ἀδελφός του ὁ Καισάριος ἐσπούδασεν εἰς τὰ σχολεῖα τῆς Ἀλεξανδρείας, ἡ ὁποία ἐθεωρεῖτο καὶ παλαιότερον καὶ τότε ὡς κέντρον παντὸς κλάδου τῆς παιδείας: «ἀλλ' ἐπειδή γε ἀποδημίας καιρὸς ἐδόκει, καὶ τότε πρῶτον ἀπ' ἀλλήλων ἐσχίσθημεν, ἐγὼ μὲν τοῖς κατὰ Παλαιστίνην ἐγκαταμείνας παιδευτηρίοις, ἀνθοῦσι τότε, κατὰ ∙ητορικῆς ἔρωτα, ὁ δὲ τὴν Ἀλεξάνδρου πόλιν καταλαβών, παντοίας παιδεύσεως καὶ τότε καὶ νῦν οὖσάν τε καὶ δοκοῦσαν ἐργαστήριον». [150]
Αὐτὴν τὴν ἐξέχουσαν θέσιν διετήρησεν ἡ Ἀλεξάνδρεια κατὰ τὸ διάστημα ἀπὸ τὴν Ῥωμαϊκὴν κυριαρχίαν ἕως τὴν Ἀραβικὴν κατάκτησιν τῆς Αἰγύπτου τὸ 641. [151] Κατὰ δὲ τὴν Ἀραβικὴν παράδοσιν ἡ Ἀλεξάνδρεια ἦτο «ἕδρα (οἶκος) ἐπιστήμης καὶ φιλοσοφίας ἕως τῆς Ἀραβικῆς κατακτήσεως», [152] ὁπότε εἶχον μεγάλην ἐπίδοσιν τὰ μαθηματικά, τὴν ἀστρονομίαν καὶ ἰδιαιτέρως, τὴν ἰατρικήν. [153] Ἡ Σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας ἠδυνήθη νὰ παραμείνῃ ἄθικτος ἀπὸ τὴν ἀντι-εἰδωλολατρικὴν αὐτοκρατορικὴν θρησκευτικὴν πολιτικήν, ἥτις ἔκλεισε τὴν Σχολὴν τῶν Ἀθηνῶν ἐπειδὴ αὐτῆς προΐστατο ὁ χριστιανὸς Ἰω. Φιλόπονος. [154] Συμφώνως πρὸς Ἀραβικὴν τινα πηγήν, μετὰ τὸ κλείσιμον τῆς Σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν, ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀριστοτέλους παρέμεινεν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἂν καὶ ὑπέστη σοβαρὰν μείωσιν. [155]
Ἐκ τῶν διασημοτέρων μελῶν τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους ἦσαν ὁ Θέων, ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ Ὑπατία, ὁ Συνέσιος ὁ μετέπειτα ἐπίσκοπος τῆς Κυρήνης καὶ ὁ Ἰω. Φιλόπονος.
Θέων ἦτο Νεοπλατωνικὸς φιλόσοφος, μαθηματικὸς καὶ ἀστρονόμος εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν (πρὸς τὰ τέλη τοῦ δ΄ μ.Χ. αἰ.) καὶ πατὴρ τῆς φιλοσόφου τῆς Ἀλεξανδρείας Ὑπατίας. Κατὰ τὴν Σούδαν: «Θέων, ὁ ἐκ τοῦ Μουσείου, Αἰγύπτιος, φιλόσοφος, σύγχρονος δὲ Πάππῳ τῷ φιλοσόφῳ, καὶ αὐτῷ Ἀλεξανδρεῖ. ἐτύγχανον δὲ ἀμφότεροι ἐπὶ Θεοδοσίου βασιλέως τοῦ πρεσβυτέρου». [156] Εἰς τὸ Μουσεῖον τῆς Ἀλεξανδρείας ὅπου εἰργάζετο ὁ Θέων, προσδιώρισεν ἐκλείψεις τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης. [157] Ὁ Δαμάσκιος ἐπῄνεσε διαφόρους Νεοπλατωνικοὺς εἰς τὸ ἔργον του Βίος Ἰσιδώρου, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Θέωνα, περὶ οὗ ἀναφέρει: «ἦν δὲ οὗτος ὁ Θέων οὐ μάλα ἀγχίνους οὐδὲ ὀξύς, φιλομαθὴς δὲ καὶ φιλόπονος εἰς ὑπερβολήν». [158]
Σούδα μᾶς πληροφορεῖ, ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὰ ἔργα τοῦ Θέωνος, ὅτι: «ἔγραψε μαθηματικά, ἀριθμητικά, Περὶ σημείων καὶ σκοπῆς ὀρνέων καὶ τῆς κοράκων φωνῆς, Περὶ τῆς τοῦ κυνὸς ἐπιτολῆς, Περὶ τῆς τοῦ Νείλου ἀναβάσεως, Εἰς τὸν Πτολεμαίου Πρόχειρον κανόνα, καὶ Εἰς τὸν μικρὸν ἀστρολάβον ὑπόμνημα». [159] Τοῦ σώζεται ἐπίσης ὑπόμνημα εἰς τοὺς Προχείρους Κανόνας τοῦ Πτολεμαίου εἰς τὴν Μεγίστην εἰς 13 βιβλία. [160] Σκοπὸς τῶν Κανόνων τούτων ἦτο νὰ ἐπιτρέψουν στοιχειώδεις ἀστρονομικοὺς ὑπολογισμούς, ὅπως ἡ διαφορὰ τοῦ χρόνου μεταξὺ τῶν διαφόρων πόλεων. Ἔργον τοῦ Θέωνος εἶναι καὶ ἡ ἔκδοσις τῶν Στοιχείων καὶ ἄλλων συγγραμμάτων τοῦ Εὐκλείδου. [161] Ἐπὶ πλέον εἰς τὸν Θέωνα ἀποδίδονται καὶ δύο ἐπιγράμματα εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Ἀνθολογίαν. [162]
Εἰς τὰς Ἀραβικὰς πηγὰς ὁ Θέων εἶναι γνωστὸς ὡς Θέων ὁ Ἀλεξανδρεύς, [163] θεωρεῖται δὲ εἷς τῶν μεγάλων Ἑλλήνων φιλοσόφων ὅπως ὁ Πυθαγόρας, Ἐμπεδοκλῆς, Εὐκλείδης, ὁ Δημόκριτος καὶ ὁ Θαλῆς. [164] Ὁ Ἄραψ ἀλ-Χάσαν ἴμπν Ἰμπραχίμ, ὁ συγγραφεὺς τῆς «Ἱστορίας τῆς Αἰγύπτου» ἐντάσσει τὸν Θέωνα μεταξὺ τῶν φιλοσόφων οἵτινες διεκόσμησαν τὸν κόσμον μὲ τοὺς λόγους, τὴν φιλοσοφίαν καὶ τὴν πολιτείαν των καὶ ἀπεκάλυψαν τὰς ἐπιστήμας αἵτινες ἦσαν ἀπόκρυφοι. [165] Αἱ Ἀραβικαὶ πηγαὶ τοῦ ἀποδίδουν τὸ Ζίτζ, δηλ. τὴν Ἐφημερίδα. [166] Πρόκειται περὶ ἀστρονομικῆς παρατηρήσεως τὴν ὁποίαν διετύπωσεν ὁ Θέων [167] καὶ ἐκ τῆς ὁποίας ἐδημοσίευσε τὴν Ἐφημερίδα αὐτὴν καὶ τὴν ὠνόμασε Κανόν, [168] βασιζόμενος εἰς τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παρατηρήσεως τοῦ Σάλας (si) τοῦ Ῥωμαίου. [169] Ἐκτὸς τούτου εἰς τὸν Θέωνα ἀποδίδεται ἑρμηνεία καὶ ἐξήγησις τῶν Κατηγοριῶν τοῦ Ἀριστοτέλους. [170]
Ἀναφέρει ὁ ἴμπν ἀλ-Ναντὶμ εἰς τὸ ἀλ-Φίχριστ ὅτι ὁ Θέων μνημονεύει κάποια βιβλία τοῦ Πλάτωνος, ὅπως τὸν Πολιτικὸν καὶ τοὺς Νόμους. [171] Ἀνάφερει ἐπίσης ὅτι ὁ Θέων ἀναφέρει περὶ τοῦ Πλάτωνος ὅτι ὀνομάζει τοὺς διαλόγους του μὲ τὰ ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι συζητοῦν ἢ περὶ ὧν ὁμιλεῖ, ὅπως π.χ. τὸν Διάλογον περὶ τῆς φιλοσοφίας τὸν ὀνομάζει ὁ Πλάτων Θεάγην, τὸν περὶ ἀνδρείας τὸν ὀνομάζει Λάχητα, τὸν περὶ ἐγκρατείας τὸν ὀνομάζει Χαρμίδην κλπ. [172] Τὸ ἀλ-Φίχριστ ἀναφέρει πολλὰ ἔργα τοῦ Θέωνος, ἅτινα μετεφράσθησαν εἰς τὰ Ἀραβικά, ὅπως, π.χ. Θέωνος Ἀλεξανδρέως ὑπόμνημα εἰς τοὺς Προχείρους Πτολεμαίου Κανόνας, Ἡ χρῆσις τοῦ Ἀστρολάβου καὶ Ἡ Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Μεγίστην. [173] Εἰς τὸν Ἀραβικὸν κόσμον αἱ ἀποδιδόμεναι εἰς τὸν Θάμπιτ ἴμπν Κούρρα ὀρθαὶ παρατηρήσεις τοῦ ἡλίου, τὰς ὁποίας ἔκαμεν εἰς τὴν Βαγδάτην καὶ τὰς περιέλαβεν εἰς βιβλίον [174] περὶ τῶν θέσεων τοῦ ἡλίου, τῶν ἐτῶν καὶ τῶν κινήσεών του θεωροῦνται συμπληρώσεις εἰς ὅσα παρέλειψεν ὁ Θέων περὶ τῶν ὑπολογισμῶν τῶν ἐκλείψεων τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης. [175]
Ἡ σημασία τοῦ Θέωνος ἔγκειται εἰς τὴν διατήρησιν, τὸν ὑπομνηματισμὸν καὶ τὴν διάδοσιν τῶν παλαιοτέρων κειμένων. Ἀπὸ τὰ ἔργα του οἱ ἀστρονομικοὶ πίνακες τοῦ Πτολεμαίου ἐγένοντο γνωστοὶ εἰς τὴν Ἰσλαμικὴν ἐπιστήμην, ἀπὸ ὅπου ἐπέρασαν εἰς τὴν Μεσαιωνικὴν Εὐρώπην. [176]
Ὑπατία (370-415), ἡ Νεοπλατωνικὴ Φιλόσοφος καὶ ἡ μόνη εὐρέως γνωστὴ γυνὴ μαθηματικὸς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος ἐξ Ἀλεξανδρείας, ἦτο θυγάτηρ τοῦ Θέωνος. [177] Ἐγεννήθη εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν μεταξὺ 355 ἢ 360 (370) [178] καὶ ἐκεῖ ἀνετράφη, ἐπαιδεύθη [179] καὶ ἤκμασεν ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου (377-408) [180] καὶ ἀπέθανε δολοφονημένη τὸ 415, [181] λόγῳ τῆς διπλῆς ταυτότητός της ὡς μὴ χριστιανῆς καὶ ὡς ἐπιστήμονος γυναικός. [182]
Τὰ πρῶτα γράμματα τὰ ἔμαθεν ἀπὸ τὸν πατέρα της, εἰς τὸν ὁποῖον ὤφειλε τὸν διακαῆ πόθον καὶ ζῆλον διὰ τὰ μαθηματικὰ καὶ τὸν ὁποῖον μάλιστα ὑπερέβη κατὰ πολὺ εἰς τὸν χῶρον τῆς λογοτεχνίας καὶ τῆς ἐπιστήμης. Ἡ Ὑπατία ἐγένετο πρόεδρος τῆς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Νεοπλατωνικῆς Σχολῆς φιλοσοφικῶν καὶ μαθηματικῶν σπουδῶν, περίπου τὸ 400 μ.Χ. [183] Ἐκεῖ ἐδίδαξε φιλοσοφίαν, μαθηματικά, ἀστρονομίαν καὶ φυσικήν, [184] ἑρμηνεύουσα «ἢ τὸν Πλάτωνα ἢ τὸν Ἀριστοτέλην», [185] εἰς πλῆθος μαθητῶν μεταξὺ τῶν ὁποίων συγκαταλέγεται καὶ ὁ Συνέσιος, μετέπειτα ἐπίσκοπος Κυρήνης. [186] Παρὰ τὸ ὅτι δὲν ἀποδίδονται εἰς αὐτὴν φιλοσοφικὰ ἔργα, γνωρίζομεν ὅτι ἡ φιλοσοφία της ἦτο περισσότερον ἐπιστημονικὴ καὶ ὀλιγώτερον μυστικὴ ἐν τῷ χώρῳ τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, ὅστις ἐδιδάσκετο καὶ εἰς ἄλλας σχολάς. [187]
Κατὰ δὲ τὴν Σούδαν ἡ Ὑπατία ἐγραψε διάφορα ἔργα: ὑπόμνημα εἰς Διόφαντον, τὸν ἀστρονομικὸν Κανόνα, εἰς τὰ Κωνικὰ Ἀπολλωνίου ὑπόμνημα, [188] τὰ ὁποῖα ὅμως ἀπωλέσθησαν. Ἡ Ὑπατία συνέβαλεν εἰς τὴν μέτρησιν τοῦ Κύκλου τοῦ Ἀρχιμήδους, καθὼς ἐβοήθησε τὸν πατέρα της εἰς τὴν σύνταξιν τῶν ἕντεκα πραγματειῶν του εἰς τὴν Μεγίστην τοῦ Πτολεμαίου [189] καὶ εἰς τὴν ἀναθεωρηθεῖσαν καὶ βελτιωθεῖσαν ἔκδοσιν τῶν Στοιχείων τοῦ Εὐκλείδου. [190] Εἰς μίαν ἐπιστολήν του πρὸς τὸν φίλον του τὸν Παιόνιον περὶ τοῦ ἀστρολάβου, ὁ Συνέσιος ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ Ὑπατία, ἡ σεβαστὴ διδάσκαλος τὸν ἐβοήθησε νὰ τὸν κατασκευάσῃ: «Προσάγω δή σοι δῶρον, ἐμοί τε δοῦναι σοί τε λαβεῖν πρεπωδέστατον, διανοίας μὲν ἔργον ἐμῆς, ὅσα μοι συνευπόρησεν ἡ σεβασμιωτάτη διδάσκαλος». [191] Τὰ ἔργα τὰ ἀποδοθέντα εἰς τὴν Ὑπατίαν καὶ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Συνεσίου ἀποδεικνύουν ὅτι ἦτο ἀφιερωμένη ἰδιαιτέρως εἰς τὴν ἀστρονομίαν καὶ τὰ μαθηματικά [192] καὶ τοῦτο ἐξηγεῖ τὴν ὑπεροχὴν τὴν ὁποίαν εἶχεν ἡ γυνὴ εἰς τὸ Βυζάντιον κατὰ τὸν ε΄ καὶ τὸν ϛ΄ αἰῶνα.
Ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων καὶ ἀξιολογωτέρων μορφῶν τῶν Ἑλληνικῶν καὶ χριστιανικῶν γραμμάτων εἶναι ὁ Συνέσιος (372-412/413), ἐπίσκοπος τῆς Κυρηναϊκῆς Πενταπόλεως τῆς Λιβύης. Ἐγεννήθη εἰς τὴν Κυρήνην καὶ ἐσπούδασεν εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Κάτοχος σπουδαίας κλασικῆς παιδείας, θαυμαστὴς τοῦ ἀρχαίου κόσμου, μαθητὴς τῆς Νεοπλατωνικῆς φιλοσόφου Ὑπατίας ἐν Ἀλεξανδρείᾳ πλησίον τῆς ὁποίας ἐδιδάχθη φιλοσοφίαν, ποίησιν καὶ ῥητορικήν [193] καὶ ὀπαδὸς τῶν Νεοπλατωνικῶν ἰδεῶν, ὁ Συνέσιος κινεῖται εἰς τὰ ὅρια τοῦ ἐθνικοῦ καὶ τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.
Εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν γραμμάτων ὁ Συνέσιος εἶναι γνωστὸς ὡς κομψὸς συγγραφεύς. Κατὰ δὲ τὴν Σούδαν τὰ σωθέντα ἔργα του δὲν εἶναι ἐκτεταμένα. Ὁ Συνέσιος «ἔγραψε βιβλία διάφορα, γραμματικά τε καὶ φιλόσοφα. καὶ λόγους βασιλικούς, πανηγυρικοὺς ἢ ἐπιδεικτικούς. Ἐγκώμιόν τε φαλάκρας, καὶ Περὶ προνοίας λόγον θαυμάσιον Ἑλληνικῷ χαρακτῆρι. καὶ ἄλλα πλεῖστα καὶ διάφορα βιβλία συνέταξε καὶ τὰς θαυμαζομένας ἐπιστολάς». [194] Μεταξὺ τῶν ἔργων του διακρίνονται τὸ Περὶ ἐνυπνίων (ὀνειροκριτικά) [195] καὶ τὰ εἰς Δωρικὴν ποιήματά του [196] καὶ ἐπιγράμματά τινα. [197] Ὁ Θ. Μετοχίτης τὸν ἐθεώρει «διαλλακτὴν» μεταξὺ Πλάτωνος καὶ Ἀριστοτέλους καὶ ἦτο ὁ πρῶτος ὅστις κατενόησε τὴν στενὴν συγγένειαν μὲ τὰ κείμενα τοῦ Δίωνος Χρυσοστόμου, [198] εἰς τὸν ὁποῖον ἀφιέρωσε καὶ τὸ φιλολογικὸν ἔργον του τὸν «Δίωνα». [199]
Ὁ ἴδιος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι συνέθεσε κατὰ τὴν νεότητά του διαφόρους τραγῳδίας καὶ κωμῳδίας, αἵτινες ὅμως δὲν ἐσώθησαν: «ἐγὼ δὴ θαμὰ καὶ τραγῳδίαις ἐπετραγῴδησα, καὶ κωμῳδίαις ἐπιστωμύλλομαι πρὸς τὸν πόνον ἑκάστου τοῦ γράψαντος». [200] Ὁ Φώτιος ἐπαινεῖ τὰς ἐπιστολάς του διὰ τὴν κομψότητα καὶ τὴν χάριν τους: «Ἀνεγνώσθη δὲ αὐτοῦ (τοῦ Συνεσίου) καὶ ἐπιστολαὶ διάφοροι, χάριτος καὶ ἡδονῆς ἀποστάζουσαι μετὰ τῆς ἐν τοῖς νοήμασιν ἰσχύος καὶ πυκνότητος», ἐνῷ διὰ τὰ ἄλλα ἔργα του παρατηρεῖ ὅτι: «τὴν δὲ φράσιν ὑψηλὸς καὶ ὄγκον ἔχων, ἀποκλίνων δὲ καὶ πρὸς τὸ ποιητικώτερον». [201]
Ἡ ἐπίδρασις τῶν ἀρχαίων συγγραφέων εἰς τὸν Συνέσιον ἦτο βαθεῖα καὶ μᾶς ἐκληροδότησεν, κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ Ν. Β. Τωμαδάκη, ἔργα μετέχοντα καὶ τοῦ ἐθνισμοῦ καὶ τοῦ νεοφανοῦς εἰς αὐτὸν Χριστιανισμοῦ. [202] Εἰς ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Συνεσίου φαίνεται ὅτι εἶχε γνῶσιν τῶν συγγραφέων τῆς κλασικῆς λογοτεχνίας. Αἱ ἄμεσοι ἀναφοραί, αἱ ὑπονοούμεναι καὶ αἱ μνεῖαι ἐκ τῶν πεζογράφων ἀπαντῶνται εἰς ἑκάστην σελίδα καὶ ἀποτελοῦν συνεχῆ μαρτυρίαν τῆς ἐπιμελοῦς ἐμβριθείας του καὶ τῆς ὡριμότητός του κατὰ τὰ ἔτη τῶν σπουδῶν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, καθὼς εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ ἐπίσης εἰς τὴν Κυρήνην.
Ὁ Συνέσιος εἶναι ἀντιπροσωπευτικὴ προσωπικότης τῆς ἐποχῆς, ὁ ὁποῖος μᾶς ἄφησεν ὕμνους εἰς ἀρχαίαν Δωρικὴν διάλεκτον ἐπηρεασμένος ὑπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Εἰς τοὺς Ὕμνους του ὁ Συνέσιος, ὡς πρὸς τοὺς ὅρους τοὺς ὁποίους χρησιμοποιεῖ, εἶναι πλησιέστερος πρὸς τὸν Πλωτῖνον, δηλ. ἓν, μονάς, ἀριθμὸς καὶ τριάς, [203] ἐνῷ ὡς πρὸς τὰ θέματα τῶν Ὕμνων ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν Λυρικὴν ποίησιν καὶ εἰδικῶς τοῦ Πινδάρου. [204]
Παρὰ τὸ ὅτι ἦτο χριστιανός, ὁ Συνέσιος δὲν ἀπεκήρυξεν ἐντελῶς τὰς Νεοπλατωνικάς του ἀντιλήψεις καὶ ἐκράτησεν ἀκεραία διὰ τὸν ἑαυτόν του τὰς φιλοσοφικάς του ἀρχάς, τὰς ὁποίας, ἐν τούτοις, ἀπέφευγε νὰ διδάσκῃ δημοσίως: «τὰ μέν οἴκοι φιλοσοφῶν τὰ δ' ἔξω φιλομυθῶν», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος. [205]
Εἷς ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων γραμματικῶν εἰς τὸ Βυζάντιον εἶναι ὁ Θεοδόσιος ὁ Ἀλεξανδρεύς, [206] ὅστις ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ δ΄ ἢ τὰς ἀρχὰς τοῦ ε΄ αἰ. Αἱ εἰδήσεις περὶ τοῦ βίου του εἶναι ὀλίγαι, ἀφοῦ οὔτε ὁ Φώτιος οὔτε ἡ Σούδα ἀναφέρονται εἰς αὐτόν. [207]
Ὑπὸ τὸ ὄνομα «Θεοδόσιος ὁ Γραμματικός» ἀναφέρεται εἰς μίαν ἐπιστολὴν τοῦ Συνεσίου: «μετ' ἐκείνων οὖν προσειρήσθω καὶ ὁ θαυμάσιος γραμματικὸς Θεοδόσιος, ὃς εἰ καὶ μάντις ὢν ἔκρυπτεν ἡμᾶς (προγνοὺς γὰρ ἐν οἷς ἔσομαι, κατέβαλε τὴν προθυμίαν τῆς σὺν ἡμῖν ἀποδημίας), ἀλλ' οὖν ἔγωγε αὐτὸν καὶ φιλῶ καὶ ἀσπάζομαι». [208] Κατὰ δὲ τὸν N. G. Wilson ἡ ταύτισις αὕτη γίνεται συνήθως δεκτή, [209] καθὼς ἡ ἀναφορὰ τοῦ Συνεσίου ὁδιγεῖ εἰς τὸν ὑπαινιγμὸν ὅτι καὶ ὁ Θεοδόσιος οὕτος ἦτο ἐπίσης μαθητὴς τῆς Ὑπατίας τῆς φιλοσόφου.
Τὰ ἔργα τοῦ Θεοδοσίου περιορίζονται εἰς τὸν τομέα τῆς Γραμματικῆς καὶ ὑπὸ τὸ ὄνομά του μᾶς ἔχουν σωθῆ Εἰσαγωγικοὶ κανόνες περὶ κλίσεων ὀνομάτων [210] καὶ ῥημάτων. [211] Πρόκειται περὶ συστηματικοῦ καταλόγου βραχέων κανόνων κλίσεων καὶ τῶν ὀνομάτων καὶ τῶν ῥημάτων τῆς κλασικῆς Ἑλληνικῆς. [212] Tοῦ ἀποδίδεται καὶ τὸ Περὶ Γραμματικῆς, [213] ἄν δὲν εἶναι ἔργον Θεοδώρου τοῦ Προδρόμου. Οἱ κανόνες τοῦ Θεοδοσίου ἐθεωροῦντο πολὺ σπουδαῖα καὶ ἐχρησιμοποιήθησαν εὐρέως ὑπὸ τῶν Ἀλεξανδρινῶν σχολῶν, ὥστε ἀντεγράφοντο συχνῶς καὶ ἐσχολιάσθησαν ἐκτενῶς ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου Χάρακος [214] καὶ τοῦ Γεωργίου Χοιροβοσκοῦ, ὅστις συνέταξε δύο σχετικὰ ἔργα Προλεγόμενα τῶν Θεοδοσίου ὀνομαστικῶν κανόνων ἀπὸ φωνῆς Γεωργίου τοῦ Χοιροβοσκοῦ [215] καὶ Σχόλια σὺν Θεῷ εἰς τοὺς ῥηματικοὺς κανόνας ἀπὸ φωνῆς Γεωργίου τοῦ Χοιροβοσκοῦ. [216]
Ὁ R. Browning θεωρεῖ δικαιολογημένην τὴν σημασίαν τὴν ὁποίαν ἔχουν εἰς τὴν Μεσοβυζαντινὴν ἐποχὴν τὰ γραμματικὰ ἔργα τοῦ Διονυσίου τοῦ Θρᾳκὸς καὶ τοῦ Θεοδοσίου Ἀλεξανδρέως. Σχόλιον τοῦ Ἰωάννου Τζέτζου ἀναφέρει ὅτι ὁ θέλων νὰ ἀποκτήσῃ τὴν γραμματικὴν ἀρετὴν ὀφείλει νὰ τῆς ἀφιερώσῃ χρόνον καὶ νὰ ἀσχοληθῇ μὲ αὐτὴν κατὰ τὴν ἑξῆς σειράν: «Τυχὸν γάρ τις ἐθέλει γραμματικὴν ἀρετὴν ἐπικτήσασθαι, καὶ οὐκ εὐθέως αὐτῆς γίνεται μέτοχος, ἀλλὰ πρότερον αὐτὸν ἐκδίδωσι τοῖς στοιχειώδεσι γράμμασιν, ἔτα ταῖς συλλαβαῖς, καὶ τῇ λοιπῇ παιδείᾳ, ἔπειτα τῇ Διονυσίου βίβλῳ προσέχων, καὶ τοῖς Θεοδοσίου κανόσι καὶ ποιηταῖς». [217]
Ἡ μελέτη τῆς Γραμματικῆς ἤρχιζε μὲ τὴν Γραμματικὴν Τέχνην τοῦ Διονυσίου Θρᾳκὸς καὶ συνεχίζετο μὲ τὴν σπουδὴν τῶν γραμματικῶν τύπων εἰς τὸ ἔργον Κανόνες τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Γραμματικοῦ. Τὰ δύο ἔργα ταῦτα, ἡ Γραμματικὴ Τέχνη τοῦ Διονυσίου Θρᾳκὸς καὶ οἱ Κανόνες τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Γραμματικοῦ, ἐθεωροῦντο πρότυπα ὥστε οἱ διδάσκοντες τὰ ἐχρησιμοποίησαν ἀναγκαίως, ὅπερ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸ ἐκτενὲς ὑπόμνημα τοῦ Γεωργίου Χοιροβοσκοῦ εἰς τοὺς Κανόνας τοῦ Θεοδοσίου, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν δήλωσιν τοῦ Ἰωάννου Τζέτζου, ἥτις ἀποδεικνύει ὅτι ἦτο ἐν κανονικῇ χρήσει εἰς τὸ Βυζάντιον. [218]
Ἡσύχιος ὁ Ἀλεξανδρεύς (ε΄-ϛ΄αἰ.) εἶναι ὁ διασημότερος λεξικογράφος τῶν πρωΐμων Βυζαντινῶν χρόνων. Οὐδεμία εἴδησις περὶ τοῦ βίου του ὑπάρχει οὔτε εἰς τὸν Φώτιον, οὔτε εἰς τὴν Σούδαν. Ὅ,τι γνωρίζομεν περὶ αὐτοῦ εἶναι ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἀναστασίου καὶ Ἰουστινιανοῦ. [219] Ὁ ἴδιος εἰς μίαν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν φίλον του Εὐλόγιον ἀναφέρεται εἰς τὸ ἐπάγγελμά του ὡς γραμματικοῦ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν οὕτως: «Ἡσύχιος γραμματικὸς Ἀλεξανδρεὺς Εὐλογίῳ τῷ ἑταίρῳ χαίρειν». [220]
Ὁ Ἡσύχιος συνέταξε τὸ ἐκτενέστερον λεξικὸν τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς. [221] Πρόκειται πράγματι περὶ πλουσιωτέρας καὶ σπουδαιοτέρας λεξικογραφικῆς συναγωγῆς ὅλων ὅσαι περιεσώθησαν ἀπὸ τὴν ὑστέραν ἀρχαιότητα. Τὸ ἔργον σώζεται ὁλόκληρον εἰς ἕνα μόνον κώδικα, τὸν Marcianus Graecus 622 (ιε΄ αἰ.), [222] ὑπὸ τὸν τίτλον: Ἡσυχίου γραμματικοῦ Ἀλεξανδρέως συναγωγὴ πασῶν λέξεων κατὰ στοιχεῖον ἐκ τῶν Ἀριστάρχου καὶ Ἀπίωνος καὶ Ἡλιοδώρου. [223] Ἡ ἀξία τοῦ Λεξικοῦ ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι περιέχει σπανίας λέξεις καὶ φράσεις, ὁμηρικὰς παροιμίας, ἑρμηνείαν λέξεων διαλεκτικῶν καὶ ἰδιωματικῶν, μὲ ἀναφορὰς εἰς τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ κείμενα καὶ τὴν ἄντλησιν ἐκφράσεων καὶ τύπων ἀπὸ διαφόρους τοπικὰς διαλέκτους. [224]
Τὸ Λεξικὸν τοῦ Ἡσυχίου, ὅπερ θεωρεῖται τὸ πρῶτον μετὰ τὸ λεξικὸν τοῦ Παμφίλου τοῦ Ἀλεξανδρέως (α΄ μ.Χ. αἰ.), ἀποτελεῖται κατὰ τὸ μεγαλύτερον μέρος του ἀπὸ σύντομα λήμματα, τὰ ὁποῖα περιέχουν βραχείας ἐπίσης ἐπεξηγήσεις μὲ χωρία ἀπὸ ἀρχαίους συγγραφεῖς, ἀπὸ τὸν Ὅμηρον ἕως τὰς ἡμέρας τοῦ συντάκτου καὶ χωρία ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. [225] Ἐβασίσθη εἰς ἄλλα προσιτὰ ἐξειδικευμένα λεξικὰ χρονολογούμενα εἰς τὸν α΄ π.Χ. αἰ., ἀλλὰ ὁ Ἡσύχιος ἐδανείσθη ἰδιαιτέρως ἀπὸ Διογενιανὸν τὸν Ἡρακλέα, λεξικογράφον τοῦ β΄ μ.Χ. αἰ. [226] Τὸ Λεξικὸν εἵλκυσε τὴν προσοχὴν μερικῶν νεωτέρων φιλολόγων, οἱ ὁποῖοι ἔγραψαν εἴτε σημειώσεις εἴτε διορθώσεις εἰς αὐτό. Εἷς ἐκ τούτων εἶναι ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής, ὅστις προσέφερε ἀξιολόγους παρατηρήσεις εἰς τὰς πηγὰς τοῦ Λεξικοῦ τοῦ Ἡσυχίου. [227] Ἐπίσης ὁ Ἰωάννης Γεννάδιος συνέγραψεν A Correction in Hesychius. [228]
Κοσμᾶς ὁ Ἰνδικοπλεύστης [229] (ϛ΄ μ.Χ. αἰ.) ἦτο ἔμπορος καὶ περιηγητὴς Ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Ἡ παιδεία του περιωρίσθη εἰς τοὺς στοιχειώδεις κλάδους τῆς γνώσεως, κατὰ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς ἀρχικῆς σταδιοδρομίας του, ἑνὸς ἐμπόρου δηλ. Ἂν καὶ δὲν ἔλαβεν ὑψηλὴν παιδείαν ἦτο τόσον ὀξεῖα ἡ διάνοιά του, ὥστε ἀπέκτησε τελικῶς τὴν γνῶσιν τῆς λογοτεχνίας καὶ τῆς ἐπιστήμης. [230]
Ὁ Κοσμᾶς ἐπραγματοποίησεν ταξίδιον τὸ 522 διὰ ἐμπορικοὺς λόγους εἰς τοὺς λιμένας τῆς Μεσογείου, τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, τοῦ Περσικοῦ Κόλπου καὶ ἔφθασεν ἕως τὴν Αἰθιοπίαν, τὴν Ἀνατολικὴν Ἀφρικήν, τὴν Ἀραβίαν, [231] τὴν Ἰνδίαν [232] καὶ τὴν Κεϋλάνην. [233] Ἐπιστρέψας ἐγκατέλειψε τὸ ἐμπόριον καὶ ἐκάρη μοναχὸς κατὰ πᾶσαν πιθανώτητα εἰς τὸ μοναστήριον τῆς Ραϊθώ, εἰς τὸ ὁποῖον ἀναφέρεται δις ἐν τῷ ἔργῳ του. [234] Ἐκεῖ συνέταξε τὴν Χριστιανικὴν Τοπογραφία ν [235] εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, μεταξὺ 535 καὶ 547. [236]
Χριστιανικὴ Τοπογραφία [237] εἶναι τὸ μόνον σωζόμενον ἔργον τοῦ Κοσμᾶ. Τὸ περιεχόμενόν του δὲν εἶναι εὔκολον νὰ χαρακτηρισθῇ, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Φώτιος τὸ καλεῖ «Βίβλον τοῦ Χριστιανοῦ»: «Ἀνεγνώσθη βιβλίον, οὗ ἡ ἐπιγραφὴ Χριστιανοῦ βίβλος» καὶ περαιτέρω ἀναφέρει ὅτι περιέχει «ἑρμηνεία εἰς τὴν ὀκτάτευχον». [238] Τὸ ἔργον ἐντάσσεται μεταξὺ τῶν γεωγραφικῶν καὶ τῶν θεολογικῶν κειμένων καὶ δι’ αὐτοῦ ἀποδίδεται εἰς τὸν Κοσμᾶν, ἔστω εἰς περιωρισμένον βαθμόν, ἡ εἰσαγωγὴ τῆς χριστιανικῆς ἀντιλήψεως τῆς γεωγραφίας καὶ τῆς κοσμογραφίας εἰς τὸ Βυζάντιον. [239]
Παρὰ τὸ ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἦτο λαϊκός, κατεφέρθη ὅμως ἀδιακρίτως κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Μονοφυσιτῶν, ἐπιχειρῶν νὰ ἑρμηνεύσῃ τὸν κόσμον καὶ τὰ φαινόμενά του ἐπὶ τῇ βάσει τῆς διδασκαλίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπορρίπτων τὴν Πτολεμαϊκὴν κοσμοθεωρίαν διὰ τὴν σφαιρικότητα τῆς γῆς, ἐπιστρέφων πρὸς τὴν ἀντίληψιν ἑνὸς ὀρθογωνίου δίσκου, ἐπάνω ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὑψώνεται τὸ στερέωμα ὡσὰν καμάρα. [240] Εἰς τὸ κέντρον τοῦ δίσκου τούτου εὑρίσκεται ἡ κατῳκημένη γῆ, ἥτις περιβάλλεται ἀπὸ τὸν Ὠκεανὸν καὶ πέραν τούτου κεῖται ὁ παράδεισος τῆς Ἐδὲμ κατ’ Ἀνατολάς. [241] Τὰ ἄκρα τῆς γῆς, τὰ ὁποῖα πιστεύει ὅτι περιβρέχονται ἀπὸ τὸν Ὠκεανόν, συνδέονται ἀρρήκτως μὲ τὰ ἄκρα τοῦ οὐρανοῦ. [242] Ἡ ἡμέρα καὶ ἡ νὺξ ἐναλλάσονται, ἐπειδὴ ἓν πελώριον ὄρος εἰς τὸν βορρᾶν κρύπτει τὸν δύοντα ἥλιον. [243]
Ἂν καὶ ὁ Κοσμᾶς ἦτο περιφρονητὴς τοῦ Πτολεμαίου καὶ ἄλλων γεωγράφων, οἵτινες ἐπίστευον εἰς τὴν σφαιρικότητα τῆς γῆς, τὸ ἔργον του δὲν εἶναι ἀντιπροσωπευτικὸν τῆς γενικῆς καταστάσεως τῆς κοσμογραφικῆς θεωρίας μεταξὺ τῶν χριστιανῶν φιλοσόφων τῶν ἡμερῶν του καὶ εἶχεν ὡς ἐκ τούτου μικρὰν ἐπίδρασιν ἐπὶ μεταγενεστέρους συγγραφεῖς. [244]
Παρὰ τὸ ὅτι οἱ λόγιοι Βυζαντινοί, ὅπως ὁ Φώτιος, ὅστις εἰς τὴν Βιβλιοθήκην ἐπικρίνει τὸν Κοσμᾶν ὡς «μυθικώτερον» καὶ τοὺς ἰσχυρισμούς του χαρακτηρίζει «ἀλλοκότους». [245] τὸ ἔργον ὑπῆρξεν ἰδιαιτέρως δημοφιλὲς ἀνάγνωσμα εἰς τὰ λαϊκὰ στρώματα, ὅπως δυνάμεθα νὰ συμπεράνωμεν ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν χειρογράφων [246] καὶ τῶν μεταφράσεων εἰς τὰ Σλαβικὰ καὶ τὰ Ῥωσικά. [247] Ἡ ἀξία τοῦ ἔργου εἶναι μεγάλη κυρίως διὰ τὰς γεωγραφικάς, ἐθνογραφικάς καὶ πολιτισμικὰς πληροφορίας περὶ χωρῶν καὶ λαῶν τῆς Ἐγγὺς καὶ Μέσης Ἀνατολῆς [248] καὶ ἐπειδὴ περιέχει ἕνα ἐκ τῶν πρωΐμων καὶ ἀξιολόγων παγκοσμίων χαρτῶν. [249] Ἀν καὶ ὁ Κοσμᾶς δὲν ἔτυχεν ὑψηλῆς παιδείας, τὸ ἔργον του περιέχει ἀποσπάσματα ἀπὸ ἀρχαίους συγγραφεῖς καὶ Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. [250]
Σπουδαία μορφή, αἱ δραστηριότητες τῆς ὁποίας ἐκτείνονται εἰς διάφορα πεδία, εἶναι ὁ Ἰωάννης Φιλόπονος (490-575). [251] Βιογραφικαὶ πληροφορίαι περὶ τοῦ βίου του σπανίζουν καὶ τὸ μόνον ὅπερ δυνάμεθα νὰ εἶπομεν εἶναι ὅτι ἐγεννήθη εἰς τὴν Καισάρειαν τῆς Παλαιστίνης, πιθανῶς ἐκ χριστιανικῆς οἰκογενείας, κατόπιν δὲ ἐσπούδασε ῥητορικὴν καὶ φιλοσοφίαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. [252] Μετὰ τὴν βασικὴν ἐκπαίδευσιν εἰς τὴν γραμματικήν, τὴν κλασικὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν καὶ τὴν φιλολογίαν, ὁ Ἰω. Φιλόπονος ἐγένετο, περίπου τὸ 510, μαθητὴς καὶ πιθανῶς διάδοχος τοῦ Ἀμμωνίου τοῦ Ἑρμείου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται εἰς τὸ ἔργον τοῦ Ἰω. Φιλοπόνου ὡς «ὁ ἡμέτερος δὲ διδάσκαλος Ἀμμώνιος Ἑρμείου». [253]
Ὁ Ἰω. Φιλόπονος ἦτο ἀρχικῶς ἐθνικός, κατόπιν ἀπεδέχθη τὸν χριστιανισμὸν καὶ εἰργάσθη ὅσον ὀλίγοι διὰ τὴν φιλοσοφικὴν ἔνδυσιν τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ ἦτο, διὰ τοῦτο, ὑπέρμαχος τῶν χριστιανικῶν δογμάτων, θιασώτης τῶν Νεοπλατωνικῶν ἀλλὰ καὶ μελετητὴς τῶν Ἀριστοτελικῶν ἀντιλήψεων, εἰς τὰς ὁποίας ἤσκησε κριτικήν. [254] Κατὰ τὸν H. Hunger ὁ Ἰω. Φιλόπονος ἐπεχείρησε νὰ εἰσαγάγῃ τὴν Ἀριστοτελικὴν ἐννοιολογίαν καὶ τὴν μεθοδολογίαν εἰς τὴν χριστιανικὴν θεολογίαν [255] παρουσιάζων συνάμα σημαντικὴν ἐπαναξιολόγησιν τῆς Ἀριστοτελικῆς φυσικῆς καὶ κοσμολογίας κατὰ τὸν ϛ΄ αἰ. [256]
Τὰ σχόλια τοῦ Ἰω. Φιλοπόνου εἰς πολλὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλους μαρτυροῦν περὶ τῆς σοβαρᾶς ἐπιστημονικῆς του καταρτίσεως καὶ τῆς κριτικῆς δυνάμεως τῆς σκέψεώς του. Διετύπωσε μὲ πολλὴν πειστικότητα τὰς διαφωνίας του εἰς ὡρισμένας θέσεις τὰς ὁποίας ὑπεστήριζεν ὁ Ἀριστοτέλης. Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τοῦ Ἀριστοτελικοῦ δόγματος ὑπὸ τοῦ Ἰω. Φιλοπόνου ἐπέτρεψεν εἰς τὴν φιλοσοφικὴν Σχολὴν τῆς Ἀλεξανδρείας νὰ συνεχίσῃ τὸν βίον της παρὰ τὴν κριτικὴν τῆς ἐκκλησίας, [257] διατηροῦσα τὴν πρώτην θέσιν μετὰ τὸ κλείσιμον ὑπὸ τοῦ Ἰουστινιανοῦ τῆς Σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν. [258]
Τόσον μὲ τὰ σχόλιά του ὅσον καὶ μὲ ἄλλα συγγράμματα ὁ Ἰω. Φιλόπονος θεωρεῖται πολύτιμος συντελεστὴς εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς Συρο-Ἀραβικῆς φιλοσοφίας. Ὅλα τὰ συγγράμματά του μετεφράσθησαν εἰς τὰ Συριακὰ καὶ τὰ Ἀραβικά, ὅπερ συνετέλεσεν ἀσφαλῶς εἰς τὴν ἄνθησιν τῆς Ἀραβικῆς σκέψεως διὰ τῶν μεταφράσεων τῶν ἔργων του. [259]
Εἰς τὰς Ἀραβικὰς πηγὰς ὁ Ἰω. Φιλόπονος εἶναι γνωστὸς ὡς Γιάχια ἀλ-Νάχαουι «Ἰωάννης ὁ Γραμματικός», λόγῳ τῆς γνώσεως τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. [260] Ἔζησεν ἕως τὴν Ἀραβικὴν κατάκτησιν τῆς Αἰγύπτου τὸ 641 καὶ, ὅπως λέγεται, ὁ Ἄμρ τὸν ἀπεδέχθη καὶ τοῦ ἔδωκε ἐπίσημον θέσιν. [261] Ἀναφέρεται ὁ ἀλ-Μουχτὰρ ἴμπν Χάσαν ἴμπν Μπουτλάν [262] εἰς τὸν Ἰωάννην ὡς ἕνα ἐκ τῶν ἑπτὰ διασήμων Ἀλεξανδρινῶν ἰατρῶν, οἵτινες συνήγαγον καὶ ἡρμήνευσαν τὰ δέκα ἕξ βιβλία τοῦ Γαληνοῦ. [263] Ἄλλος ἀνάφερει ὅτι Ἰωάννης ὁ Γραμματικὸς ἦτο δυνατὸς εἰς τὴν Γραμματικήν, τὴν Λογικὴν καὶ τὴν Φιλοσοφίαν, ἡρμήνευσε πολλὰ ἰατρικὰ βιβλία καὶ θεωρεῖται εἷς τῶν φιλοσόφων τῶν χρόνων του. ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι κατ’ ἀρχὰς ἦτο ναυτικός, ἐπειδὴ ὅμως ἠγάπα τὴν ἐπιστήμην, ἐγκατέλειψεν, εἰς τὰ τεσσαράκοντά του ἔτη, τὸ ἐπάγγελμα τοῦτο καὶ ἤρχισε μετὰ φιλοπονίας νὰ διδάσκεται τὴν Γραμματικὴν καὶ τὴν Λογικήν. Καὶ ἐπειδὴ ὑπερεῖχεν εἰς τὴν Γραμματικὴν ὠνομάσθη ὁ Γραμματικός. [264]
Προτοῦ ἀσπασθῇ τὸν χριστιανοσμὸν ὁ Ἰω. Φιλόπονος εἶχε συνθέσει φιλοσοφικὰ ὑπομνήματα εἰς τὸν Ἀριστοτέλη, κυρίως εἰς τὰς Κατηγορίας, [265] τὰ Ἀναλυτικά, [266] τὰ Φυσικά, [267] τὸ Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς [268] καὶ εἰς τὴν πραγματείαν Περὶ Ψυχῆς. [269] Τὸ ὑπόμνημα τοῦτο ἐθεωρεῖτο ἄλλοτε ἔργον τοῦ Ἰω. Φιλοπόνου καὶ ὄχι τοῦ Στεφάνου τοῦ Ἀλεξανδρέως. [270] Τὰ ὑπομνήματα ταῦτα φαίνεται νὰ εἶναι καρποὶ τοῦ ἔργου τῆς Σχολῆς τῆς Ἀλεξανδρείας κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. Ἡ Σχολὴ αὕτη διετήρει διὰ τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ τὴν ἀγάπην της πρὸς τὴν λογικὴν καὶ τὸ ἐπιστημονικὸν πνεῦμα. Ὁ Ἰω. Φιλόπονος γενικῶς εἶναι ἐκ τῶν σπουδαίων ἐργατῶν τῆς εἰσαγωγῆς τῆς Ἑλληνικῆς σκέψεως εἰς τὸν χριστιανισμόν. Εἰς τὰ ὑπομνήματά του ἐστηρίχθησαν βραδύτερον πολλοὶ σχολιασταὶ τοῦ Ἀριστοτέλους, ὅπως ὁ Ἰωάννης Πεδιάσιμος. [271]
Τὰ περισσότερα θεολογικὰ συγγράμματα τοῦ Ἰω. Φιλοπόνου ἔχουν ἀπολεσθῆ ἢ σώζονται μόνον ἀποσπάσματά των. Τὸ σύγγραμμα Διαιτητής [272] ἢ τὸ Περὶ Ἑνώσεως σώζεται ὁλόκληρον εἰς Συριακὴν μετάφρασιν, ὅπως καὶ τὸ Εἰς τὰ Μηχανικὰ ἢ τὸ Περὶ τῆς τοῦ Ἀστρολάβου χρήσεως. [273] Πέρα τούτου αἱ Ἀραβικαὶ πηγαὶ ἀποδίδουν εἰς τὸν Ἰω. Φιλόπονον καὶ ἄλλα ἔργα, ὅπως τὸ Ὑπόμνημα εἰς τὸ ἔργον τοῦ Ἀριστοτέλους Περὶ Τοπικῶν, [274] 19 Ὑπομνήματα εἰς τὰ ἔργα τοῦ Γαληνοῦ (Περὶ Κράσεων, Περὶ Θηριακῆς, Περὶ Σφυγμῶν, κλπ.). Συνέγραψε ἐπίσης ἔργον κατὰ τοῦ Πρόκλου, ἄλλο κατὰ τοῦ Νεστορίου καὶ ἓν Ὑπόμνημα εἰς τὴν τοῦ Πορφυρίου Εἰσαγωγήν. [275] Ἀπὸ τὴν ἔρευναν τῆς Ἀραβικῆς παραδόσεως ἔχει προκύψει ὅτι πιθανώτατα πρέπει νὰ θεωρηθοῦν ἀπόκρυφα καὶ αὐτὰ καὶ ἄλλα κείμενα ἀποδοθέντα εἰς αὐτόν. [276]
Μαρτυρίας περὶ ὑπάρξεως σχολῶν διδασκαλίας γραμματικῆς κατὰ τὸν ϛ΄ αἰ. μᾶς παρέχουν ποικίλα ἔργα σχετικῶς πρὸς θέματα γραμματικῆς τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ὑπὸ ὀνομαστῶν λογίων ὅπως Ἰω. Φιλοπόνου, ὅστις εἶχε διδασκάλους τὸν γραμματικὸν Ῥωμανὸν καὶ τὸν Ἀμμώνιον εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Εἰς τὸν τομέα τῆς γραμματικῆς ὁ Ἰω. Φιλόπονος ἔγραψε Κανόνες τονισμοῦ [277] καὶ τὸ πολὺ διαδεδομένον κατὰ τὸν Μεσαίωνα πόνημά του εἶναι τὸ Περὶ διαφόρων τόνων, ὅσαι λέξεις πρὸς διάφορον σημαινόμενον διάφορον δέχονται τὸν τόνον, [278] ἔργον ὅπερ θὰ ἠδύνατο νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἓν εἶδος λεξικοῦ. Ὁ Ἰω. Φιλόπονος εἶναι καὶ ἐκ τῶν γνωστῶν εἰς ἡμᾶς συντακτῶν σχολικῶν βιβλίων διὰ τὴν ὀρθογραφίαν. [279] Τοιαῦτα ἔργα δίδουν εἰκόνα τινα τῶν προβλημάτων, τὰ ὁποῖα ἐπαρουσίαζε ἡ διδασκαλία τῆς γλώσσης κατὰ τὴν ἐποχήν του.
Διδάσκων εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ὁ Ἰω. Φιλόπονος ἠσχολήθη καὶ μὲ μαθηματικὰ προβλήματα, ὅπως ὁ τετραγωνισμὸς τοῦ κύκλου καὶ ὁ διπλασιασμὸς τοῦ κύβου. Ἔγραψε καὶ Ὑπόμνημα εἰς τὴν ἀριθμητικὴν τοῦ Νικομάχου τοῦ Γερασηνοῦ [280] καὶ Δοκίμιον διὰ τὸν χειρισμὸν τοῦ ἀστρολάβου, τὸ ὁποῖον θεωρεῖται τὸ ἀρχαιότερον κείμενον περὶ τοῦ ἀστρολάβου. [281]

4. Η ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

Σωφρόνιος ὁ ἐπίκλης Εὐκρατᾶς, [282] πατριάρχης Ἱεροσολύμων, μοναχός, θεολόγος, εἶναι ὁ πρωταγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας εἰς τὴν δογματικὴν διαμάχην τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Ὁ Σωφρόνιος θεωρεῖται ἡ τελευταία μεγάλη μορφὴ τῆς προ-Ἰσλαμικῆς Βυζαντινῆς Ἀνατολῆς, μὲ πλουσίας πολιτικάς, θρησκευτικὰς καὶ πνευματικὰς δραστηριότητας. [283] Συμφώνως πρὸς τὸ ἐπίγραμμα τοῦ ἰδίου, [284] ὁ Σωφρόνιος ἐγεννήθη κατὰ τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ ϛ΄ αἰ. καὶ ἀρχὰς τοῦ ζ΄ αἰ. (560/580-638) ἐκ γονέων Ἑλλήνων εἰς τὴν Δαμασκὸν τῆς Συρίας. Εἰς νεαρὰν ἡλικίαν ἀπέκτησε τὴν «ἐγκύκλιον παίδευσιν» εἰς τὰς σοφιστικὰς σχολὰς τῆς Δαμασκοῦ, [285] τῆς ὀνομαστῆς πόλεως εἰς πᾶσαν τὴν Ἀνατολὴν τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. [286]
Ὁ Σωφρόνιος φημίζεται διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ τὴν πολυμάθειάν του, διότι ἔλαβε πᾶσαν Ἑλληνικὴν καὶ χριστιανικὴν μόρφωσιν, ἐρευνῶν μὲ ἐξαιρετικὸν τρόπον ὅλους σχεδὸν τοὺς τομεῖς τῆς παιδείας καὶ εἰδικῶς τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ῥητορικῆς: «ὑπερφυῶς ἐπιστημῶν πασῶν τὸ κράτος ἀνεδήσατο». [287] Ὁ ἀποδοθεὶς εἰς αὐτὸν τίτλος τοῦ «σοφιστοῦ» ἀποδεικνύει ὅτι ἡ παιδεία του εἶναι ἀξιοσημείωτος καὶ ὅτι πιθανώτατα ὁ ἴδιος ἤσκησε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ «σοφιστοῦ» ἢ τοῦ ῥήτορος. [288]
Ὁ Σωφρόνιος ἠκολούθησε τὴν ὁδὸν τοῦ μοναχισμοῦ ἀσκούμενος πρῶτον εἰς τὰ ἐρημητήρια τῶν Ἱεροσολύμων, ὕστερον εἰς τὴν ὀνομαστὴν μονὴν τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου. [289] Ἐκεῖ ἐγνώρισε τὸν Ἰωάννην Μόσχον, ὅστις τὸν καθωδήγησεν εἰς τὸν ἀσκητικὸν βίον καὶ ἔκτοτε συνεδέθησαν οἱ δύο μὲ στενὴν φιλίαν. [290]
Κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ ἔτους 634 ὁ Σωφρόνιος ἐξελέγη πατριάρχης Ἱεροσολύμων. [291] Ἡ ἐγκύκλιος εἰρηνικὴ ἐπιστολή του [292] παραμένει ὡς τεκμήριον τῆς τε μορφώσεως ἀλλὰ πρὸ πάντων τῶν θεολογικῶν καὶ δογματικῶν γνώσεων τοῦ ὑπερμάχου τούτου τῆς Ὀρθοδοξίας πατριάρχου. [293] Ὁ Φώτιος ἐπαινεῖ τὸ ὕφος τῆς ἐπιστολῆς ταύτης λέγων: «Αὕτη ἡ ἐπιστολὴ πλήρης μέν ἐστιν εὐσεβείας, ἐννεωτερίζει δὲ πολλαχοῦ τοῖς ∙ήμασι, καθάπερ τις πῶλος ἐπιγαυρούμενος τοῖς σκιρτήμασι. Πλὴν τήν τε ὀρθόδοξον ὡς μάλιστα γνώμην ἐξακριβοῖ, καὶ τῶν ἱερῶν δογμάτων οὐ τὴν τυχοῦσαν μάθησιν ἐπιδείκνυται». [294] Ἐπὶ πλέον, ὁ Σωφρόνιος σύνεθεσεν Ἀνθολογίαν περίπου 600 κειμένων ἐκ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας: «Συλλογὴ 600 πατερικῶν χωρίων κατὰ τοῦ Μονοθελητισμοῦ» ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας τοῦ Δυοθελητισμοῦ. Ὅμως τὰ συγγράμματα τοῦ Σωφρονίου τὰ συναφῆ πρὸς τοῦτο τὸ ζήτημα ἀπωλέσθησαν. [295]
Ὁ Σωφρόνιος διέθετε σπουδαίαν ῥητορικὴν καὶ θεολογικὴν μόρφωσιν καὶ θεωρεῖται εἷς ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων τοῦ ζ΄ αἰ., μὲ ἔργον πολύπλευρον, δογματικόν, ἁγιολογικόν, ῥητορικόν, λειτουργικόν, ὑμνογραφικὸν καὶ κυρίως ποιητικόν. Ἀκόμη καὶ οἱ λόγοι τοὺς ὁποίους ἐξεφώνει ἔχουν ποιητικὴν μορφήν. [296] Ἐκτὸς τῶν πολεμικῶν ἔργων, εἰς τὰ συγγράμματα τοῦ Σωφρονίου περιλαμβάνεται Ἐγκώμιον εἰς τοὺς ἁγίους Κῦρον καὶ Ἰωάννην, [297] ἐξ εὐγνωμοσύνης διὰ τὴν θεραπείαν παθήσεως τῆς ὁράσεώς του. Ὁ Σωφρόνιος ἔγραψε καὶ 23 Ἀνακρεοντείους ὕμνους εἰς θέματα ὅπως τὴν ἅλωσιν τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Περσῶν [298] καὶ 2 ᾠδὰς εἰς τὸν Ἀπόστολον Παῦλον. [299] Εἰς αὐτὸν ἀποδίδεται καὶ ἡ Εὐχὴ τοῦ Ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων τῶν Θεοφανίων: «Τριὰς ὑπερούσιε…» [300]
Ὁ Σωφρόνιος ὑπῆρξεν ἀξιόλογος ποιητής. Εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως ἐξέχουσαν θέσιν κατέχουν τὰ ὑπὸ τὸ ὄνομά του ποιήματα καὶ ὕμνοι. Ὁ Σωφρόνιος ἀνοίγει νέους ὁρίζοντας ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως καὶ νέων μελῶν, ὡς ὁ πρῶτος ὅστις πλουτίζει τὸν πενιχρὸν ᾀσματολογικὸν κύκλον διὰ νέας μορφῆς ποιημάτων [301] καὶ μικρῶν ὕμνων, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων εἶναι καὶ σήμερον ἐν λειτουργικῇ χρήσει. Οἱ ὕμνοι του ἀποτελοῦν μοναδικὴν περίπτωσιν ἰδιαζούσης στιχουργίας εἰς τὴν Βυζαντινὴν ὑμνογραφίαν. Κάτοχος τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ μελετητὴς τῶν φιλοσοφικῶν συστημάτων, τὰ ὁποῖα ἐδιδάχθη εἰς τὰς σοφιστικὰς σχολὰς τῆς Δαμασκοῦ, ὁ Σωφρόνιος ἐχρησιμοποίησε τὸν πλοῦτον τῶν γνώσεών του πρὸς ἑδραίωσιν τῆς ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ διδασκαλίας. [302]
Ὡς πρὸς τὸ τέλος τοῦ βίου του ἀξιοσημείωτος εἶναι ἡ εἴδησις ἡ ὁποία προκύπτει ἐκ συναξαρίου εἰς δὺο Λατινικὰς παραλλαγάς, ὅτι ἐθανατώθη τῷ 640 ὑπὸ τῶν Ἀράβων, ὅταν ἀπεκαλύφθη ὅτι ἔχει βαπτίσει ἄνδρας τῆς φρουρᾶς τοῦ χαλίφου Οὔμαρ. [303]
Ἰωάννης Μόσχος (540/550-634) ὑπῆρχε διάσημος μοναχός, φίλος τοῦ Σωφρονίου Ἱεροσολύμων καὶ μαθητὴς τοῦ Θεοδώρου Ἀλεξανδρέως, [304] ὅστις ἐδίδασκεν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν θετικὰς ἐπιστήμας καὶ φιλοσοφίαν εἰς διδακτήριον ὅπερ μάλιστα ἀνῆκεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ὁ Ἰωάννης Μόσχος εἶναι Συριακῆς καταγωγῆς, [305] ἐγεννήθη πρὸς τὰ μέσα τοῦ ϛ΄ αἰ. εἰς τὰς Αἰγάς, πόλιν τῆς Κιλικίας. [306] Κάτοχος σοφίας χριστιανικῆς τε καὶ θύραθεν, ἠσκήθη εἰς τὴν ἐν Παλαιστίνῃ μονὴν τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου. [307] Ἀφοῦ ἀπέκτησε τὴν βασικὴν πνευματικὴν κατάρτισίν του ἐκεῖ, ὁ Ἰωάννης ἀνεχώρησεν εἰς μίαν ἀπομακρυσμένην καὶ ἐρημικὴν τοποθεσίαν, εἰς τὴν νέαν Λαύραν ἐν τῇ Ἰουδαϊκῇ ἐρήμῳ, ὅπου ἔμεινεν ἐπὶ δέκα ἔτη. Ἐκεῖ ἐν τῇ μονῇ τοῦ Θεοδοσίου ὁ Σωφρόνιος ἐγένετο μαθητής του. [308]
Λόγῳ τῆς Περσικῆς πολιορκίας τῶν Ἱεροσολύμων τῷ 614 ὁ Ἰωάννης Μόσχος ἐπὶ τὴν τῶν Ῥωμαίων μεγάλην πόλιν ἀνέπλευσεν, [309] δηλ. ἐπὶ τὴν ΚΠολιν, ὅπου ἔμεινεν ὡς ἐν ἐξορίᾳ πατριάρχης Ἱεροσολύμων. [310]
Εἰς τὸν Ἰω. Μόσχον ἀποδίδεται μόνον ἡ Συλλογὴ βίων μοναχῶν τοῦ ϛ ΄ αἰ., ἡ ὁποία περιέχει ἀναμνήσεις ἀπὸ τὰς ἐπισκέψεις καὶ τὰς συζητήσεις του μὲ τοὺς μοναχοὺς τοὺς ὁποίους συνήντησε κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν ταξιδίων του. [311] Τὸ ἔργον ἀφιερώνει ὁ Ἰω. Μόσχος εἰς τὸν μαθητήν του Σωφρόνιον, μὲ τίτλον Λειμὼν Πνευματικός [312] Λειμωνάριον (Pratum Spirituale). [313] Εἰς τὸ ἔργον τοῦτο ὁ Ἰωάννης Μόσχος περιγράφει ἔργα καὶ πράξεις τῶν ἀξιοζηλεύτων μεγάλων ἀνδρῶν τοὺς ὁποίους εἶχεν ἴδει ἐκ τοῦ πλησίον ἐν ταῖς μοναῖς τῆς Ἀνατολῆς ἢ εἶχεν ἀκούσει μεταξὺ τῶν μοναχῶν περὶ τῶν κατορθωμάτων τῶν ἡρώων τῆς μοναστικῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν σύγχρονοί του. [314] Τὰ ταξίδια ταῦτα ἐπραγματοποίησεν ὁ Ἰω. Μόσχος προκειμένου νὰ γνωρίσῃ προσωπικῶς τὴν μοναχικὴν ζωὴν εἰς διάφορα μοναστήρια καὶ νὰ αὐξηθῇ πνευματικῶς, ἀκολουθῶν καὶ τὴν παράδοσιν τῶν περιγραφομένων εἰς τὰ Ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων Γερόντων. [315] Ἐμφορεῖται ἀπὸ τὸ αὐτὸ πνεῦμα ὅπερ ὤθησε τοὺς παλαιοτέρους πατέρας νὰ ἀφήσουν τὰ μοναστήριά των καὶ νὰ ταξιδεύουν εἰς ἀναζήτησιν τῆς πνευματικῆς ἀνοικοδομήσεως, ὅπως ὁ Παλλάδιος (364-μεταξὺ 420 καὶ 430) καὶ ὁ Ἰωάννης Κασσιανός (365-435). [316] Μὲ τὸ ἔργον τοῦτο ὁ Ἰωάννης Μόσχος ἐντάσσεται μεταξὺ τῶν γνωστῶν συγγραφέων τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων, ὅπως ὁ Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου ὑπὸ τοῦ Μ. Ἀθανασίου, [317] Φιλόθεος Ἱστορία ἢ ἡ Ἀσκητικὴ Πολιτεία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρρου, [318] oἱ Βίοι Ἁγίων ὑπὸ Κυρίλλου Σκυθοπολίτου καὶ οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων τῆς Ἀνατολῆς τοῦ Ἰωάννου τῆς Ἐφέσου. [319]
Τὸ Λειμωνάριον τοῦ Ἰωάννου Μόσχου περιλαμβάνει 219 διηγήσεις, ἀνίσους εἰς ἔκτασιν καὶ ἀξίαν. Ἡ μεγάλη δημοτικότης τοῦ Λειμωναρίου ὡδήγησεν εἰς ἀλλοιώσεις καὶ παραχαράξεις, μὲ προσθήκας διηγήσεων περὶ τόπων καὶ προσώπων. Κατὰ δὲ τὸν Φώτιον: «Ἀνεγνώσθη βιβλίον δ´ καὶ τ´ διηγήμασι περιειλημμένον. Πρὸς τὴν ἀσκητικὴν δὲ καὶ τοῦτο τὰ μάλιστα συντελοῦν ἐστι πολιτείαν, τὰ αὐτά πως πραγματευόμενον τῷ προειρημένῳ πλὴν ὅτι τῶν μεταγενεστέρων ἀνδρῶν ἔργα τε καὶ πράξεις ἀξιοζηλώτους ἀναγράφει…» [320]
Λόγῳ τῆς μεγάλης ἀξίας τοῦ ἔργου τούτου εἰς τοὺς μοναστικοὺς κύκλους ἔχει μεταφρασθῆ εἰς παλλὰς γλώσσας, ὅπως εἰς τὴν Σλαβονικὴν γλῶσσαν [321] (ι΄ αἰ.). Mετεφράσθη ἐπίσης ὑπὸ Ἀμβροσίου Camaldulens (1423-1424) εἰς τὴν Λατινικὴν γλῶσσαν. Ὑπῆρξαν πολλαὶ μεταφράσεις τοῦ βιβλίου τούτου καὶ εἰς τὰ Ἀραβικὰ ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Σωφρονίου μὲ τίτλους ὅπως ὁ Κῆπος τῶν Μοναχῶν καὶ ὁ Κῆπος τῶν βίων τῶν Μοναχῶν. [322]
Ἰωάννης ὁ Σχολαστικός, ἐπίσκοπος Σκυθοπόλεως τῆς Παλαιστίνης (536-550). [323] Πρόκειται περὶ προσώπου διαφόρου πρὸς τὸν σύγχρονόν του Ἰω. τὸν Γραμματικόν, ἐκ Καισαρείας. [324] Τῆς συγγραφικῆς του δραστηριότης ἤρχισε τὴν β΄ δεκαετιῶν τοῦ ϛ΄ αἰῶνος. Πρὸ τοῦ 512 συνέταξε ἔργον ἀπολογητικὸν «κατὰ τῶν ἀποσχιστῶν τῆς ἐκκλησίας ἤτοι κατὰ Εὐτυχοῦς καὶ Διοσκόρου καὶ τῶν τὰ ὅμοια φρονούντων καὶ ἀθετούντων ἐν δύο φύσεσι τὸν Χριστὸν κηρύσσειν». [325]
Ὁ Ἰωάννης ἐντάσσεται μὲ τοὺς λεγομένους Νεο-Χαλκηδονίους θεολόγους, διότι ὑπήρχε πολέμιος τοῦ Σεβήρου, πατριάρχου Ἀντιοχείας, κατὰ τοῦ ὁποίου συνέθεσε διαφόρους πραγματείας. Τὸ σπουδαῖον του ἔργον εἶναι τὸ Κατὰ Σεβήρου, τὸ μνημονευμένον εἰς τὰς πράξεις τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, [326] πρόκειται περὶ μιᾶς πραγματείας γραφείσης περίπου τὸ 530, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπερησπίζετο τὴν διδασκαλίαν τοῦ Δυοενεργητισμοῦ ἔναντι τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας. [327] Εἰς τὰς διαφόρους του πραγματείας περὶ τοῦ προσώπου καὶ τῶν πράξεων τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἰωάννης ἐπεδίωκε νὰ ἐνσωματώσῃ ὅλα τὰ πιθανὰ στοιχεῖα μεταξὺ τῶν ἀντιθέτων δογματικῶν θέσεων.
Πρὸς τὸ δογματικὸν καὶ ἀντιῤῥητικὸν ἔργον τοῦ Ἰω. Σκυθοπόλεως μεγάλης ἀξίας κέκτηται καὶ τὸ σχολιαστικόν. Ὁ Ἰωάννης ἦτο ὁ πρῶτος καὶ ἴσως ὁ σημαντικότερος ὅλων τῶν σχολιαστῶν τῶν ἔργων τοῦ Ψευδο-Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, [328] ὅστις ὑπερήσπισε τὴν ὀρθοδοξίαν τῶν συγγραμμάτων Corpus Areopagiticum (Dionysiacum) [329] εἰς ἓν τῶν σχολίων ὅπερ τοποθετεῖται εἰς τὸ πρῶτον ἥμισυ τοῦ ϛ΄ αἰῶνος. [330] Τὸ ἔργον εἶχεν ἐπίδρασιν ἐπὶ τοῦ Λεοντίου Βυζαντίου, Ἀναστασίου Σιναΐτου, Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ, Ἰω. Δαμασκηνοῦ, καὶ Θεοδώρου Στουδίτου, οἵτινες ἐχρησιμοποίησαν τὸ Corpus Areopagiticum. [331] Τὰ Σχόλια τοῦ Ἰωάννου Σκυθοπολίτου μετεφράσθησαν εἰς τὰ Συριακά, Ἀραβικά, Ἀρμενικὰ καὶ Κοπτικά.
Ὑπολείπεται νὰ γίνῃ, εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο, λόγος περὶ τῶν λογοτεχνικῶν εἰδῶν τὰ ὁποῖα ἐκαλλιεργοῦντο πρὸ τῆς Ἀραβοκρατίας, μὲ παράλληλον μνημόνευσιν τῶν ἐκπροσώπων των, ὡς προκύπτει ἐκ τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων.
1. Ἁγιολογικά, Τὰ Ἁγιολογικὰ κείμενα (μαρτύρια, βίοι Ἁγίων, ἐγκώμια, κλπ.) τὰ περιγράφοντα τὴν ζωήν, τὰ θαύματα καὶ τὴν δρᾶσιν τῶν ἡρώων τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶναι τὸ πλέον χαρακτηριστικὸν ἐπίτευγμα τῆς Βυζαντινῆς πεζογραφίας. Διὰ τῶν Ἁγιολογικῶν κειμένων ἐκφράζεται ὁ μοναχικὸς κόσμος εἰς ἁπλῆν λαϊκὴν γλῶσσαν. Κύριον θέμα τῆς Ἁγιολογίας εἶναι οἱ Ἅγιοι (ἄνδρες καὶ γυναῖκες) οἵτινες ἠγωνίσθησαν τὸν καλὸν ἀγῶνα καὶ ἐν πίστει ἐτελειώθησαν. Ἰδανικὰ ὑποδείγματα τῆς ἁγιολογίας τῆς παλαιοτέρας Βυζαντινῆς περιόδου εἶναι ἡ Φιλόθεος Ἱστορία ἢ ἡ Ἀσκητικὴ Πολιτεία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, [332] Βίος τοῦ ὁσίου Πορφυρίου ἐπισκόπου Γάζης τοῦ Μάρκου Διακόνου, τὸ Λειμωνάριον τοῦ Ἰω. Μόσχου καὶ τὸ Μαρτύριον τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, ἁγιολογικὸν κείμενον ἀγνώστου προελεύσεως. [333]
2. Ἀνθολογία, πρόκειται περὶ συλλογῆς κειμένων, ἡ ὁποία περιέχει ἐκλεκτὰ λογοτεχνικὰ κείμενα, γνωστὰ ποιήματα ἢ ἀποσπάσματα διαλεγμένα ἀπὸ ἔργα συγγραφέων ἀνεγνωρισμένης ἀξίας. Ὁ Σωφρόνιος σύνεθεσε ἀνθολογίαν ἐκ περίπου 600 κειμένων Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας:«Συλλογὴ 600 πατερικῶν χωρίων κατὰ τοῦ Μονοθελητισμοῦ». [334]
3. Ἀπολογητικά, κατὰ τοὺς μεταβατικοὺς καὶ δημιουργικοὺς τούτους αἰῶνας (δ΄-ζ΄) διατυπώνονται τὰ δόγματα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ διεξάγονται ἀγῶνες κατὰ τῶν αἱρέσεων, αἵτινες προβάλλουν ἑκάστοτε. Εἰς τὸν τομέα αὐτὸν δρᾷ ἡ Βυζαντινὴ θεολογία ἕως τὸν θ΄ αἰῶνα καὶ καλλιεργεῖται καὶ ἡ «ἀπολογητική» κατὰ τῶν ἐθνικῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων φιλολογία, ἥτις εἶχεν ἐμφανισθῆ ἤδη ἀπὸ τοῦ β΄ μ.Χ. αἰῶνος. Τὸ Ἑλληνικῶν θεραπευτικὴ παθημάτων τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου παρέχει μοναδικὰς μαρτυρίας διὰ τοὺς βίους καὶ τὰς διδασκαλίας τῶν εἰδωλολατρῶν φιλοσόφων. Πρόκειται περὶ ἔργου καθ' ὅλα ἀξιολόγου, τὸ ὁποῖον κατέχει ἰδιαιτέραν θέσιν εἰς τὴν γενικωτέραν «Κατὰ Ἑλλήνων (ἐθνικῶν)» χριστιανικὴν φιλολογίαν. [335] Τοῦτο τὸ ἔργον εἶναι γεγραμμένον εἰς ὕφος κομψὸν καὶ φροντισμένον καὶ θεωρεῖται ἔνδειξις τῆς ἑλληνομαθείας τοῦ συγγραφέως εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, τὸ κέντρον τῆς ῥητοροδιδασκαλίας. [336] Συναφὲς πρὸς τὸ εἶδος τοῦτο εἶναι ἡ ἀντιῤῥητικὴ ἢ πολεμικὴ πραγματεῖα. Ἰδανικὸν εἶναι τὸ Ἐκ τῶν εἰς τὰ Πρόκλου θεολογικὰ κεφάλαια ἀντιῤῥήσεων Προκοπίου Γάζης ἀντιῤῥήσεις κεφαλαίου ρμς΄ [337] καὶ τὸ Κατὰ Σεβήρου Ἀντιοχείας, τοῦ Ἰω. Σκυθοπολίτου.
4. Ἀστρονομικὰ καὶ Μαθηματικά, ἀναφερόμεθα εἰς τὰ ὑπομνήματα τοῦ Θέωνος εἰς τὰ ἔργα τοῦ Πτολεμαίου καὶ εἰς τὰ τῆς Ὑπατίας ὑπομνήματα εἰς τὰ ἔργα τοῦ Ἀλεξανδρέως μαθηματικοῦ Διοφάντου, τὰ ὑπομνήματα τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀπολεσθῆ. [338]
5. Γραμματικὰ καὶ Λεξικά, Ἡ Γραμματικὴ ἦτο πρωτεῦον μάθημα εἰς τὰς σχολὰς τῆς Γραμματικῆς, διότι κυρίως δι’ αὐτῆς ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθῇ ὁ «ἐξελληνισμὸς τῆς γλώσσης» τοῦ μαθητοῦ, δηλ. ἡ καθαρότης της ἀπὸ μορφολογικῆς, λεξιλογικῆς καὶ συντακτικῆς ἀπόψεως. Αἱ σχολικαὶ ἀνάγκαι ἐπέβαλον τὴν σοβαρὰν ἀπασχόλησιν πολλῶν διδασκάλων τῆς Γραμματικῆς μὲ θέματα συναφῆ πρὸς τὴν ἀποδοτικὴν διδασκαλίαν της. Τὰ ἤδη καθιερωμένα πρότυπα ἦσαν οἱ Εἰσαγωγικοὶ κανόνες περὶ κλίσεων ὀνομάτων καὶ ῥημάτων [339] τοῦ Θεοδοσίου Ἀλεξανδρέως καὶ τὸ Περὶ Γραμματικῆς, [340] τὸ ἀποδοθὲν εἰς αὐτὸν ἔργον. Ἀναφέρονται ἐπίσης οἱ Κανόνες τονισμοῦ [341] τοῦ Ἰω. Φιλοπόνου, τὸ Περὶ τῶν τεσσάρων μερῶν τοῦ τελείου λόγου τοῦ Χορικίου καὶ οἱ Κανόνες Καθολικοὶ περὶ Συντάξεως τοῦ Τιμοθέου Γαζαίου. Συναφὴς πρὸς τὴν Γραμματικὴν εἶναι ἡ Λεξικογραφία. Πρόκειται περὶ συντάξεως λεξικοῦ καὶ ἀναφέρεται ἡ Ἡσυχίου γραμματικοῦ Ἀλεξανδρέως συναγωγὴ πασῶν λέξεων κατὰ στοιχεῖον ἐκ τῶν Ἀριστάρχου καὶ Ἀπίωνος καὶ Ἡλιοδώρου καὶ τὸ Περὶ διαφόρων τόνων, ὅσαι λέξεις πρὸς διάφορον σημαινόμενον διάφορον δέχονται τὸν τόνον τοῦ Ἰω. Φιλοπόνου, ἔργον ὅπερ θὰ ἠδύνατο νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς εἶδος λεξικοῦ. Τοιαῦτα ἔργα εἶναι ἀξιόλογα καὶ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἐννοήσωμεν τὴν ἔκτασιν τῆς κλασικῆς παιδείας τῶν λογίων τούτων.
6. Γεωγραφικὰ καὶ Περιηγητικά, πρόκειται περὶ καταγραφῆς ἐντυπώσεων ἢ μελέτης ἀξιοθεάτων ξένων τόπων, ἠθῶν καὶ ἐθίμων. Ἰδανικὸν εἶναι ἡ Χριστιανικὴ Τοπογραφία τοῦ Κοσμᾶ Ἰνδικοπλεύστου.
7. Διάλογοι, ἔργον φιλοσοφικὸν ἢ λογοτεχνικὸν εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ἀνάπτυξις τοῦ θέματος γίνεται μὲ στιχομυθίαν καὶ οὐχὶ μὲ ἀφηγηματικὸν τρόπον. Ἀναφερόμεθα εἰς τὸ σύγγραμμα Ἐρανιστής τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου.
8. Δραματικὰ ἔργα, Ἡ τραγῳδία εἶχεν ἐκλείψει εἰς τὴν Βυζαντινὴν ἐποχήν, διότι τὸ πνευματικὸν κλίμα δὲν ἦτο εὐνοϊκὸν διὰ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ εἴδους. Παρὰ ταῦτα Τιμόθεος ὁ Γαζαῖος ἔγραψε τραγῳδίαν μὲ τίτλον Χρυσάργυρος: «τραγῳδίαν ἐποίησε περὶ τοῦ δημοσίου τοῦ καλουμένου χρυσαργύρου». [342] Ὁ Συνέσιος ἐπίσης συνέθεσεν, κατὰ τὴν νεότητά του, διαφόρους τραγῳδίας καὶ κωμῳδίας, οἵτινες ὅμως δὲν ἐσώθησαν. [343]
9. Ἐγκώμια. Πρόκειται περὶ λόγου ἐξαίροντος ἀρετὰς ἢ πράξεις ἀξίας τιμῆς πρὸς τιμὴν ἁγίων ἢ ἀνθρώπων. Ἀναφερόμεθα εἰς τὸ Ἐγκώμιον εἰς τοὺς ἁγίους Κῦρον καὶ Ἰωάννην τοὺς μάρτυρας τοῦ Σωφρονίου Ἱεροσολύμων [344] καὶ τὸ ἐγκώμιον τοῦ Χορικίου εἰς Μαρκιανὸν ἐπίσκοπον Γάζης. [345]
10. Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, κατὰ τὸν δ΄ καὶ τὸν ε΄ αἰῶνα μὲ τὸν Θεοδώρητον Κύρου ἀκμάζει ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ ἱστοριογραφία παρουσιάζουσα ἐξαίρετα ἐπιτεύγματα διὰ τοῦ ἔργου του Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, εἶδος τοῦ ὁποίου ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας θεωρεῖται πατήρ. Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου [346] ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνον Α΄ ἕως τὸ ἔτος 428, κατὰ τὴν περίοδον ἥτις ἐγνώρισε τὴν πρόοδον τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τὸν θρίαμβόν του, περιέχει πολλὰ ἀνεκτίμητα ἔγγραφα καὶ γεγονότα. Μὲ τὴν συγγραφικήν του μέθοδον ὁ Θεοδώρητος συνέβαλεν εἰς τὴν ἀνάπτυξιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστοριογραφίας.
11. Ἐπίγραμμα. Μὲ τοῦτο τὸ μικρὸν καὶ περιεκτικὸν στιχούργημα ἠσχολήθησαν οἱ Λιβάνιος, Συνέσιος καὶ Σωφρόνιος.
12. Ἐπιστολογραφία, συγγραφεῖς μὲ μέγαν ἀριθμὸν ἐπιστολῶν, κατὰ τὴν ἀναφερομένην περίοδον, εἶναι ὁ Προκόπιος Γάζης μὲ 166 ἐπιστολάς, ὁ Συνέσιος μὲ 159 καὶ ὁ Θεοδώρητος Κύρου μὲ 147.
13. Ἑρμηνευτικά (Ἐξηγητικά). Κατὰ τὸν δ΄ καὶ ε΄ αἰῶνα σημειοῦται ἡ παρουσία τῆς «ἑρμηνευτικῆς» βιβλικῶν, ἐκκλησιαστικῶν καὶ πατερικῶν κειμένων. Ὁ Θεοδώρητος ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ τελευταῖος μέγας ἐκπρόσωπος τῆς Ἀντιοχειανῆς ἑρμηνευτικῆς σχολῆς, ἡ ὁποία ἐστηρίζετο, ὡς γνωστόν, εἰς τὴν ἱστορικὴν καὶ τὴν κατὰ γράμμα ἑρμηνείαν τῶν ἱερῶν κειμένων. [347] Ὡς βιβλικὸς σχολιαστὴς ὁ Θεοδώρητος μᾶς ἔχει ἀφήσει μόνον ἓν corpus σχολίων σχεδὸν εἰς ὅλην τὴν Παλαιὰν Διαθήκην «Ἑρμηνεία εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν, ἑρμηνεία τῆς προφητείας τοῦ θείου Ἱερεμίου, ἑρμηνεία εἰς τοὺς Ψαλμούς, εἰς τὰ ζητούμενα τῶν Βασιλείων καὶ τῶν Παραλειπομένων κλπ.». Ἡ Χριστιανικὴ Τοπογραφία τοῦ Κοσμᾶ Ἰνδικοπλεύστου ἐντάσσεται καὶ αὐτὴ εἰς τὰ ἑρμηνευτικὰ ἔργα. Καὶ εἰς τὸν Προκόπιον Γάζης ἀποδίδεται Ἐπιτομὴ τῶν εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν καταβεβλημένων διαφόρων ἐξηγήσεων.
14. Θεολογικά, ἀναφερόμεθα εἰς τὸ σύγγραμμα «Διαιτητὴς» ἢ τὸ «Περὶ Ἑνώσεως» τοῦ Ἰω. Φιλοπόνου καὶ τὸ «Ὅτι καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπησιν εἷς υἱὸς καὶ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός» τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου.
15. Λειτουργικά, ἀναφέρεται ἡ Εὐχὴ τοῦ Ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων τῶν Θεοφανίων τοῦ ἁγίου Σωφρονίου Ἱεροσολύμων.
16. Ὁμιλητικά, κατὰ τὴν παλαιοτέραν Βυζαντινὴν περίοδον ταύτην (δ΄-ζ΄ αἰ.) ἡ ἐκκλησιαστικὴ ῥητορικὴ θεμελιοῦται ὑπὸ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπευθύνεται εἰς τὸν λαόν, ὄχι πλέον εἰς τὴν Πνύκα, ἀλλὰ εἰς τοὺς χριστιανικοὺς ναούς. Οἱ ῥήτορες οὗτοι ἔχουν ὄντως τὴν παραδοσιακὴν παιδείαν, ἀλλὰ ἐπειδὴ θέλουν νὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ τὸ ἀκροατήριόν των ἐκφράζονται εἰς γλῶσσαν περισσότερον καταληπτήν. Ὑπόδειγμα τοῦ εἴδους τούτου εἶναι αἱ Δώδεκα θεολογικαὶ ὁμιλίαι τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου καὶ αἱ ὁμιλίαι τοῦ Σωφορνίου εἰς δεσποτικὰς καὶ θεομητορικὰς ἑορτὰς.
17. Ὀνειροκριτικά, εἶναι ἡ τέχνη τῆς ἑρμηνείας τῶν ὀνείρων. Ἰδανικὸν παράδειγμα εἶναι τὸ Περὶ Ἐνυπνίων τοῦ Συνεσίου.
18. Ῥητορικά, εἶδος μὲ παράδοσιν αἰώνων, ἐπιδρᾷ εἰς ὅλα τὰ λογοτεχνικὰ εἴδη. Ἡ ῥητορικὴ παιδεία θεωρεῖται ἀπαραίτητος οὐ μόνον εἰς ὅσους θέλουν νὰ λέγωνται πεπαιδευμένοι ἀλλὰ καὶ εἰς ὅσους ἐπιδιώκουν θέσιν εἰς τὴν Πολιτείαν ἢ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Εἰς τὴν ῥητορικὴν ἐντάσσονται αἱ ὑποθέσεις τοῦ Λιβανίου, αἱ διαλέξεις τῶν Προκοπίου Γαζαίου καὶ Χορικίου, τὰ προγυμνάσματα τοῦ Λιβανίου, αἱ ἐκφράσεις τοῦ Προκοπίου Γαζαίου, αἱ μελέται τῶν Προκοπίου Γαζαίου καὶ Χορικίου καὶ αἱ ἠθοποιΐαι τοῦ Προκοπίου Γαζαίου. Ἐντάσσονται εἰς τὴν ῥητορικὴν καὶ οἱ λόγοι οἱ γεγράμμενοι διὰ νὰ ἐκφωνηθοῦν, ὅπως ὁ Βασιλικὸς Λόγος τοῦ Λιβανίου καὶ ὁ Περὶ Βασιλείας τοῦ Συνεσίου.
19. Σάτιρα, λογοτεχνικὸν εἶδος τοῦ ὁποίου σκοπὸς εἶναι νὰ ὑπογραμμίσῃ καὶ νὰ καυτηριάσῃ, μὲ στοιχεῖα κυρίως κωμικὰ καὶ παραμορφωτικά, τὰ ἀνθρώπινα ἐλαττώματα καὶ ἐπομένως νὰ διορθώσῃ τὰ λάθη. Ἀναφερόμεθα εἰς τὸ Φαλάκρας ἐγκώμιον τοῦ Συνεσίου Κυρηναίου.
20. Σειραί, ἐκλογαὶ συγγραμμάτων παλαιοτέρων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται εἰς δογματικά, ἑρμηνευτικὰ ἢ ἀσκητικὰ ζητήματα. Ἰδανικὸν παράδειγμα, κατὰ τὴν ἐν λόγῳ περίοδον, εἶναι: «Προκοπίου Γαζαίου Χριστιανοῦ σοφιστοῦ εἰς τὸ ᾎσμα τῶν ᾈσμάτων ἐξηγητικῶν ἐκλογῶν ἐπιτομὴ ἀπὸ φωνῆς Γρηγορίου Νύσσης καὶ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὠριγένους τὲ καὶ Φίλωνος τοῦ Καρπαθίου, Ἀπολλιναρίου, Εὐσεβίου Καισαρείας καὶ ἑτέρων διαφόρων, ἤγουν Διδύμου, τοῦ Ἁγίου Ἰσιδωρήτου καὶ Θεοφίλου».
21. Σχόλια, πρόκειται περὶ συντόμου ἑρμηνείας λέξεων καὶ φράσεων κειμένου, ἰδιαιτέρως ἀρχαίων συγγραφέων. Ὁ Ἰωάννης Σκυθοπολίτης ἦτο ὁ πρῶτος χριστιανὸς συγγραφεὺς ὅστις ἐσχολίασε καὶ ὑπερήσπισε τὴν ὀρθοδοξίαν τῶν συγγραμμάτων τοῦ Νεοπλατωνικοῦ Ψευδο-Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου: Corpus Areopagiticum.
22. Ὑμνογραφία, Εἰς τὸν τομέα τῆς θρησκευτικῆς ποιήσεως τῆς πρώτης Βυζαντινῆς περιόδου κατέχουν ἰδιαιτέραν θέσιν τὰ ἔργα τοῦ Συνεσίου Κυρηναίου. Ἐπηρεασμένος ἐκ τῶν Νεοπλατωνικῶν θεωριῶν περὶ τῆς «Τριάδος» (Ἰάμβλιχος), ὁ Συνέσιος ἐντυπωσιάζει μὲ τὰ κατ’ ἐπάναλψιν ῥητορικὰ σχήματα, κυρίως μὲ τὰς ἐπαναλήψεις καὶ τὰς ἀντιθέσεις. Θαυμαστὰ εἶναι, κατὰ τὴν περίοδον ταύτην, τὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας, ὅπως εἶναι οἱ ὕμνοι (κοντάκια) μὲ κορυφαῖον ἐκπρόσωπον τοῦ εἴδους τὸν Ῥωμανὸν τὸν Μελῳδόν (ς΄ αἰ.).
23. Φιλοσοφικὰ-Θεολογικὰ Συγγράμματα, Ἡ φιλοσοφικὴ κίνησις, ἰδίως πρὸς τὰ τέλη τῆς ἐν λόγῳ περιόδου, διατηρεῖ θεολογικὸν χαρακτῆρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον μόνον ἀργότερον καὶ κατὰ διαστήματα θὰ δύναται ἐν μέρει νὰ ἀπαλλαχθῇ. Πάντως ἡ χριστιανικὴ φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς διαμορφώνεται μὲ Νεοπλατωνικὰς καὶ Ἀριστοτελικὰς ἐπιδράσεις. Εἰς τὴν φιλοσοφικὴν παράδοσιν ἀναφέρονται ὁ Ἰω. Φιλόπονος ὅστις ἠσχολήθη μὲ τὴν Ἀριστοτελικὴν φιλοσοφίαν καὶ μὲ τὰς διαμάχας μεταξὺ χριστιανῶν καὶ εἰδωλολατρῶν, ὅπως τὸ ζήτημα τῆς ἀϊδιότητος καὶ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, χρησιμοποιῶν τὴν Ἀριστοτελικὴν φιλοσοφίαν διὰ νὰ ἑρμηνεύσῃ τὰ χριστιανικὰ δόγματα. Μὲ τὰ ἔργα του περὶ τοῦ κόσμου, τῆς δημιουργίας Ἰωάννου τοῦ Φιλοπόνου τῶν εἰς τὴν Μωϋσέως κοσμογονίαν ἐξηγητικῶν καὶ τῆς ἀϊδιότητός του Περὶ ἀϊδιότητος τοῦ κόσμου, ἐξελίχθη εἰς πνευματικὴν μορφὴν εὐρυτέρας ἀκτινοβολίας. [348] Eἰς τὸ πρῶτον ἔργον ὁ Ἰω. Φιλόπονος ἀκολουθεῖ τὴν ἀρχαίαν Ἑλληνικὴν σκέψιν ἐνῷ εἰς τὸ δεύτερον συζητεῖ περισσότερον ὡς θεολόγος. Εἰς τὸν χῶρον τῆς φιλοσοφίας ἀνήκει καὶ ὁ Συνέσιος μὲ τὸ ἔργον του Περὶ Προνοίας.
24. Φιλοσοφικὰ Ὑπομνήματα, ἑρμηνευτικὴ ἢ ἐπεξηγηματικὴ σημείωσις ἢ σχόλιον εἰς κείμενον ἑνὸς συγγραφέως. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἠσχολήθη μὲ τὸν ὑπομνηματισμὸν φιλοσοφικῶν ἔργων, κατὰ τοὺς ἐν λόγῳ χρόνους, εἶναι ὁ Ἰω. Φιλόπονος, ὅστις, μὲ τὰ πολλὰ ὑπομνήματά του εἰς τὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλους κυρίως, ἐπηρέασε σημαντικῶς τοὺς κατόπιν θεολόγους.
25. Φυσικὴ Ἱστορία, εἶναι λογοτεχνικὸν εἶδος εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ἱστορία σχετίζεται μὲ τὴν φύσιν. Ἐνδεικτικῶς ἀναφερόμεθα εἰς τὰ δύο ἔργα τοῦ Τιμοθέου Γαζαίου Περὶ τετραπόδων θηρίων τῶν Ἰνδιῶν, τῆς Ἀραβίας, τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Λιβύης καὶ περὶ ὀρνέων ξένων καὶ ἀλλοκότων καὶ ὄφεων [349] καὶ Ἵππων φύσεις κατὰ ἔθνος. [350]
26. Χρονογραφία, κατὰ τὴν παλιοτέραν ταύτην περίοδον τῆς Βυζαντινῆς γραμματείας ἐμφανίζεται καὶ ἡ «χρονογραφία», εἶδος παγκοσμίου ἱστορίας, ἀπὸ κτίσεως τοῦ κόσμου μέχρι τῶν γεγονότων τῆς ἐποχῆς τοῦ συγγραφέως, ἥτις ἐγράφετο συνήθως ὑπὸ μὴ λογίων συγγραφέων καὶ ἀπηυθύνετο εἰς τὸν πολὺν κόσμον [351] καὶ τὰς εὐρείας τάξεις τοῦ Βυζαντινοῦ λαοῦ. Ὁ Ἰω. Μαλάλας θεωρεῖται ὁ πατὴρ τῆς χρονογραφίας, ὅστις ἐτελειοποίησε αὐτὴν παραθέτων πλῆθος πληροφοριῶν καὶ ἀποσπασμάτων ἀπὸ ἀπολεσθέντα ἔργα παλαιοτέρων συγγραφέων.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Εἰς τὴν κοσμικὴν γραμματείαν, ὅπως φαίνεται ἐκ τῆς ἀνωτέρω συντόμου ἀναδρομῆς τῆς περιοχῆς Συρίας, Παλαιστίνης καὶ Αἰγύπτου πρὸ τῆς Ἀραβοκρατίας, κατὰ τὴν παλαιοτέραν Βυζαντινὴν ἐποχὴν (324-640), [352] παρατηρεῖται ὅτι ἡ ἀρχαία λογία λογοτεχνικὴ παράδοσις δὲν ἔσβησεν. Καὶ οἱ ἐθνικοὶ καὶ οἱ χριστιανοὶ συγγραφεῖς συνεχίζουν τὴν Ἀλεξανδρινὴν καλλιεργίαν τῶν διαφόρων κλάδων τῶν Γραμμάτων εἰς περιοχὰς ὅπου, ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ συγκρητισμοῦ, διαμορφοῦται τὸ Βυζαντινὸν πνεῦμα, τὸ ὁποῖον συνιστοῦν τὰ Ἑλληνικά, τὰ Ῥωμαϊκὰ καὶ τὰ Ἀνατολικὰ στοιχεῖα σὺν τῷ Χριστιανικῷ Ὀρθοδόξῳ. [353]
Εἰς τὸν χῶρον τῶν Γραμμάτων, οἱ δύο κόσμοι, ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ χριστιανικός, εὑρίσκονται ἀκόμη ἀντιμέτωποι, ἀλλὰ ὁ ἀγὼν ἔχει οὐσιαστικῶς κριθῆ ὑπὲρ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Εἰς δὲ τὸν χῶρον τῆς παιδείας τὸ ἀναμφισβήτητον προβάδισμα ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν αἱ μεγάλαι ῥητορικαὶ καὶ φιλοσοφικαὶ σχολαὶ τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου εἰς τὰς πόλεις τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς (Ἀντιόχειαν, Γάζαν καὶ περισσότερον εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν), ὅπου διδάσκουν καὶ παιδεύονται ἄνδρες οἵτινες διαπρέπουν εἰς τὰ Γράμματα καὶ εἰς τὴν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας.

Footnotes

[ back ] 1. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 48.
[ back ] 2. The Cambridge History of the Early Christian Literature, ἔκδ. F. Young, L. Ayres, and A. Louth, Cambridge 2004, σ. 342.
[ back ] 3. G. Kennedy, Greek Rhetoric under Christian Emperors, Princeton 1983, σ.149.
[ back ] 4. Ν. Ε. Τζιράκης, Μέγας Βασίλειος καὶ Ἑλληνισμός, Ἀθῆναι 2004, σ. 28.
[ back ] 5. Ἰωάννου Μαλάλα, Χρονογραφία, ἔκδ. L. Dindorf, [CSHB. Bonn 1831], σ. 211.
[ back ] 6. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 129.
[ back ] 7. «χρηματίσαι τε πρώτως ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς» (Πράξ. 11:26).
[ back ] 8. Γ. Πατρώνου, Ἑλληνισμὸς καὶ Χριστιανισμός, ἔκδ. α΄, Ἀθήνα 2003, σσ. 24, 25. Περὶ τῆς Ἀντιοχείας τῶν Χριστιανῶν καὶ τῶν ἐθνικῶν τοῦ δ΄ καὶ τοῦ ε΄ αἰῶνος χρησιμοτάτη ἡ ἐργασία τοῦ A. J. Festugiere, Antioche païenne et chrétienne, Paris 1959.
[ back ] 9. Λιβανίου, Λόγος Ἀντιοχεικός, 11, 185, ἔκδ. R. Foerster, τόμοι 1-4, Leipzig 1903-1908.
[ back ] 10. J. Quasten, Patrology II, Westminster 1953, σσ. 121-123, βλ. καὶ ODB, τόμ. 2, σσ. 1255, 1256.
[ back ] 11. OCD, σ. 1103.
[ back ] 12. Αὐτόθι, σ. 883.
[ back ] 13. The Cambrige History of the Early Christian Literature, σ. 342.
[ back ] 14. ODB, τόμ. 1, σ. 118, A. Grillmeier, Christ in Christian Tradition, London 1965, σσ. 243-270, 329-452, G. Downey, A History of Antioch in Syria: from Seleucus to the Arab Conquest, Princeton 1961.
[ back ] 15. «Ἀλλὰ καὶ τοὺς ἰατρούς τε καὶ διδασκάλους τῶν ἐλευθερίων τῶν ἀναγκαίων ἀπορεῖσθαι πεποίηκε. τάς τε γὰρ σιτήσεις, ἃς οἱ πρότερον βεβασιλευκότες ἐκ τοῦ δημοσίου χορηγεῖσθαι τούτοις δὴ τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἔταξαν, ταύτας δὴ οὗτος ἀφείλετο πάσας. καὶ μὴν καὶ ὅσους οἱ τὰς πόλεις οἰκοῦντες ἁπάσας πολιτικῶν σφίσιν ἢ θεωρητικῶν οἴκοθεν πεποίηνται πόρους, καὶ τούτους μεταγαγὼν φόροις ἀναμῖξαι τοῖς δημοσίοις ἐτόλμησε», Προκοπίου, Ἀνέκδοτα, ἔκδ. G. Wirth, τόμ. 3, Leipzig 1963, 26,5-6.
[ back ] 16. Susan B. Edgington, “Antioch: Nedieval City of Culture”, σσ. 247-259, ἐν Orientalia Lovaniensia Analecta, East and West in the Middle East Mediterranean I, ἔκδ. K. Ciggaar and M. Metcalf, Peeters 2006.
[ back ] 17. Ὁ Θεοφάνης ἀναφέρει ὅτι: «παρέλαβε Χοσρόης, ὁ βασιλεὺς Περσῶν, Ἀντιόχειαν τῆς Συρίας τὴν μεγάλην, καὶ εἰσῆλθεν ἐν Ἀπαμείᾳ καὶ ἑτέραις πόλεσιν» Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 218, 18. βλ. καὶ N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 48.
[ back ] 18. George L. Kustas, Studies in Byzantine Rhetoric, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 17, Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 45. Ὁ Λιβάνιος χαρακτηρίζεται ὑπὸ τοῦ Σωζομενοῦ ὡς «Λιβάνιος ὁ Σύρος σοφιστής», Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἔκδ. J. Bidez and G. Hansen, [Die griechischen christlichen Schriftsteller 50, Berlin 1960], 6, 1, 14, 4.
[ back ] 19. Πληροφορίαι περὶ τοῦ βίου καὶ δράσεώς του παρέχουν οἱ λόγοι καὶ αἱ ἐπιστολαί του καὶ ἡ βιογραφία ἡ γραφεῖσα ὑπὸ Εὐναπίου, Βίοι Φιλοσόφων, ἔκδ. J. Giangrande, Rome 1956, 16, 1, 1ἕξ, καθὼς ἐπίσης τὸ σύντομον σημείωμα εἰς τὸ λεξικὸν τῆς Σούδας: «Λιβάνιος, σοφιστής, Ἀντιοχεύς, τῶν ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ βασιλέως χρόνων καὶ μέχρι Θεοδοσίου τοῦ πρεσβύτου… ἔγραψεν ἄπειρα ἐν οἷς Ἐγκώμιον εἰς Κωνστάντιον τὸν βασιλέα, ἕτερον εἰς Ἰουλιανόν, Μελέτας ∙ητορικάς καὶ ἐπιστολάς», λ, 486, 1ἕξ.
[ back ] 20. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 125. Περὶ τοῦ Λιβανίου ὡς διδασκάλου βλ. ἰδίᾳ τὸν A. J. Festugiere, Antioche païenne et chrétienne, σσ. 91-119.
[ back ] 21. Ἀπὸ τοὺς λόγους του, ἐνδιαφέροντες εἶναι οἱ 8 ἀναφερόμενοι εἰς τὸν Ἰουλιανὸν τὸν Παραβάτην, τὸν ὁποῖον ἐθαύμαζεν ὁ Λιβάνιος, A. F. Norman, Libanius: Selected Works, τόμ. 1, LCL, Harvard 1969, σ. xli, βλ. καὶ Λόγ. 17 καὶ Λόγ. 18.
[ back ] 22. Τὰ προγυμνάσματα εἶναι βραχεῖαι ῥητορικαὶ μελέται καὶ ἀσκήσεις εἰς τὰς ὁποῖας οἱ μαθηταὶ ἐκαλλιέργον θέματα χρησιμοποιοῦντες τὴν φιλολογικήν των κατάρτισιν τὴν ἀποκτηθεῖσαν κατὰ τὰ προηγούμενα ἔτη, βλ. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σσ. 138-144 καὶ E. J. Watts, City and School in Late Antiquity Athens and Alexandria, Berkeley- Los Angeles- London 2006, σ. 3. Τὰ ἔργα ταῦτα ἀποτελοῦν τμῆμα τῆς ἐργασίας του ὡς διδασκάλου τῆς σοφιστικῆς καὶ καλύπτουν ὁλόκληρον τὸν τομέα τοῦ σοφιστικοῦ κινήματος μὲ ἐπεξεργασίαν τῶν φιλοσοφικῶν, μυθολογικῶν, ἱστορικῶν καὶ κοινωνικῶν ζητημάτων, A. F. Norman, Selected Works, σ. xlviii. Ἦσαν πρότυπα διὰ τοὺς σπουδαστὰς καὶ τὰς δημοσίας ἐπιδείξεις καταρτίσεως.
[ back ] 23. Ἑλληνικὴ Ἀνθολογία 7. 747, ed. H. Beckby, 4 τόμοι, 2η ἔκδ., τόμ. 2, Munich 1965.
[ back ] 24. Λιβανίου, Λόγοι 1-64, ἔκδ. R. Foerster, 4 τόμοι, Leipzig 1903-1908, τόμ. 1. 1, Λόγος 1.
[ back ] 25. “Περὶ τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ τῆς στάσεώς του ἔναντι τοῦ Χριστιανισμοῦ” βλ. Πολύμνια Ἀθανασιάδη, Ἰουλιανός: Μία Βιογραφία, 2η ἔκδ., Ἀθήνα 2005.
[ back ] 26. A. F. Norman, Selected Works, σ. xlviii.
[ back ] 27. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 126.
[ back ] 28. Ν. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 49.
[ back ] 29. Εἷς τῶν κορυφαίων ῥητόρων τοῦ β΄ αἰ. (129-189 μ. Χ.), βλ. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 138.
[ back ] 30. G. Kennedy, Greek Rhetoric under Christian Emperors, σ. 163.
[ back ] 31. Ῥητορικὰ Ἀνώνυμα, ἔκδ. Walz, Stuttgart 1834, τόμ. 3, σ. 573.
[ back ] 32. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 49.
[ back ] 33. Λιβανίου,Ὑποθέσεις τῶν λόγων Δημοσθένους, ἔκδ. R. Foerster, τόμ. 8, Leipzig 1915.
[ back ] 34. P. Petit, “Recherchés sur la publication et la diffusion des discourses de Libanius”, Historia 5, (1956), σσ. 479-509.
[ back ] 35. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 48.
[ back ] 36. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 460. Περὶ τοῦ Θεοδωρήτου ὡς συγγραφέως βλ. καὶ A. J. Festugiere, Antioche païenne et chrétienne, σσ. 245 ἕξ.
[ back ] 37. NPNF, 2η σειρά, τόμ. γ΄, σ. 18.
[ back ] 38. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 46.
[ back ] 39. PG 75, 1148Α-1189A.
[ back ] 40. PG 75, 1420B-1477B. Τὰ δύο ἔργα ταῦτα ἀποδίδονται καὶ εἰς τὸν ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Κύριλλον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀλεξανδρείας καὶ ἐκδίδονται χωριστῶς εἰς δύο βιβλία, βλ. CPG III, 6216.
[ back ] 41. PG 83, 336C-556A.
[ back ] 42. Ἔκδ. P. Canivet, 2 τόμοι, [Sources Chrétiennes 57, Paris 1958].
[ back ] 43. Ἔκδ. G. H. Ettlinger, Oxford 1975.
[ back ] 44. Ἔκδ. L. Parmentier καὶ F. Scheidweiler, 2η ἔκδ. [Die griechischen christlichen Schriftsteller 44. Berlin 1954].
[ back ] 45. Ἔκδ. P. Canivet καὶ A. Leroy-Molinghen, 2 τόμοι, [Sources Chrétiennes 234, 257, Paris, 1:1977, 2:1979].
[ back ] 46. Περὶ τῆς παραδόσεως τοῦ Θεοδωρήτου Κύρρου εἰς τὴν σύνταξιν τῶν ἐπιστολῶν βλ. τὴν μελέτην τῆς M. Monica Wagner, “A Chapter in Byzantine Epistolography the Letters of Theodoret of Cyrus”, DOP 4, (1948), σσ. 119-181.
[ back ] 47. J. N. Ljubarskij, “Man in Byzantine Historiography from John Malalas to Michael Psellos”, DOP 46, (1992), σσ. 177-186.
[ back ] 48. PG 97, 88C-718C.
[ back ] 49. Studies in Malalas, ἔκδ. Elizabeth Jeffreys and alli, Australian Association for Byzantine Studies, Byzantina Australensia 6, Sydney (1990), σ. 2. Κατὰ τὸν H. Hunger τὸ παρωνύμιόν του, τὸ ὁποῖον προέρχεται ἀπὸ τὸ Συριακὸν Malal=ῥήτωρ, δύναται νὰ σημαίνῃ τόσον τὸν «ἱεροκήρυκα» ὅσον καὶ τὸν «νομικόν», H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 116, ἢ ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ J. A. S. Evans Μαλάλας σημαίνει ῥήτωρσχολαστικός. Τοῦτο δηλοῖ ὅτι ὁ Ἰω. Μαλάλας ἦτο δικηγόρος, πιθανὸν εἰς τὴν δημοσίαν διοίκησιν τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῆς ΚΠόλεως, Ἡ Ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, Ἀθήνα 1999, σ. 27.
[ back ] 50. Brian Croke, Studies in Malalas, σ. 3.
[ back ] 51. C. Mango, Βυζάντιο: Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ῥώμης, σ. 229. Περὶ τῆς καταστάσεως τοῦ κειμένου εἰδικώτερον βλ. B. Flusin, “Les excerpta constantiniens et la chronographie de Malalas”, ἐν Joëlle Beaucamp et al., Recherches sur la Chronique de Jean Malalas, I, Paris 2004, 119-136. Χρήσιμοι καὶ αἱ λοιπαὶ αὐτόθι μελέται, ὡς καὶ τὰ προλεγούμενα τῆς προσφάτου κριτικῆς ἐκδόσεως τοῦ κειμένου ὑπὸ Io. Thurn, Ἰωάννου Μαλάλα, Χρονογραφία, Berolini et Novi Eboraci 2000, σσ. 1*-4*.
[ back ] 52. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 117.
[ back ] 53. P. Lemerle, Ὁ Πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, σσ, 71, 72.
[ back ] 54. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, Ἀθήνα 1991, σ. 59.
[ back ] 55. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 118.
[ back ] 56. Studies in Malalas, ἔκδ. Elizabeth Jeffreys and alli, σ. 170.
[ back ] 57. G. Downey, Gaza in the Early Sixth Century, Oklahoma 1963, σσ. 1-19, Β. Bitton–Ashkelony and Aryeh Kofsky, The Monastic Scholl of Gaza, Supplements to Vigiliae Christianae, τόμ. 78, Brill 2006, σ. 7.
[ back ] 58. ISBE, AGES Software, USA Version 1.0, 1997, τόμ. 4, σ. 327-328.
[ back ] 59. Γρηγορίου Θεολόγου, Κατὰ Ἰουλιανοῦ Βασιλέως, 1 (Λόγος 4), PG 35, 616A.
[ back ] 60. Λιβανίου, Λόγος 55,33-34, ἔκδ. R. Foerster.
[ back ] 61. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 7, 6, 2,3-4, ἔκδ. F. Boulenger, Paris 1908.
[ back ] 62. Τοῦ Πορφυρίου αἱ δραστηριότητες εἶναι γνωσταὶ ἐκ τῆς βιογραφίας αὐτοῦ τῆς γραφείσης ὑπὸ Μάρκου Διακόνου, βλ. κατωτέρω.
[ back ] 63. Μάρκου Διακόνου, Βίος Πορφυρίου ἐπισκόπου Γάζης, ἔκδ. H. Grégoire and M. A. Kugener, Paris 1930, 92,1-3.
[ back ] 64. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 51.
[ back ] 65. G. Kennedy, Greek Rhetoric, σ. 169.
[ back ] 66. F. K. Litsas, “Choricius of Gaza and his Description of Festival at Gaza”, JÖB 32, (1982), σσ. 427-436.
[ back ] 67. Αὐτόθι.
[ back ] 68. G. Downey, Gaza in the Early Sixth Century, σ. 108.
[ back ] 69. L. D. Reynolds and N. G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ Φιλόλογοι, Ἀθήνα 2001, σ. 70.
[ back ] 70. Αὐτόθι, σ. 184. Κατὰ τὸν Ἀφθόνιον, «Ἡ ἠθοποιία, ἐστὶ μίμησις ἤθους ὑποκειμένου προσώπου» βλ. Ἀφθονίου, Προγυμνάσματα, ἔκδ. H. Rabe, [Rhetores Graeci, Leipzig 1926], τόμ. 10, σ. 34.
[ back ] 71. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 162.
[ back ] 72. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 51.
[ back ] 73. Προκοπίου Γαζαίου, Ἐπιστολαί, ἔκδ. A. Garzya and R. J. Loenertz, Studia Patristica et Byzantina 9, Ettal 1963, ἐπισ. 119.
[ back ] 74. Χορικίου Γαζαίου, Ἔργα, ἔκδ. R. Foerster and E. Richtsteig, Leipzig 1929, λόγος 8, 21,8-11.
[ back ] 75. G. Kennedy, Greek Rhetoric, σ. 170.
[ back ] 76. Ἐκ τῶν “εἰς τὰ Πρόκλου θεολογικὰ κεφάλαια ἀντιῤῥήσεων Προκοπίου Γάζης ἀντιῤῥήσεις κεφαλαίου ρμς”, PG 87ΒIS, 2792e-h.
[ back ] 77. ODB, τόμ. 1, σ. 391.
[ back ] 78. PG 87ΒIS, 1545A-1754C.
[ back ] 79. L. D. Reynolds, N. G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ Φιλόλογοι, σσ. 70, 71.
[ back ] 80. Τὰς ἐπιστολὰς ἔχουν δημοσιεύσει οἱ A. Garzya and R. J. Loenertz, βλ. Ἐπιστολαὶ 1-166, [Studia Patristica et Byzantina 9, Ettal: Buch-Kunstverlag 1963, E. V. Maltese, Ἐπιστολή (e cod. Es gr. 234), “Un'epistola inedita di Procopio di Gaza”, Parola del Passato 39, (1984), σσ. 53-54, L. G. Westerink, “Ein unbekannter Brief des Prokopios von Gaza”, BZ 60, (1967), σσ. 1-2, Eugenio Amato/ Friburg, “Sei Epistole Mutuae Inedite di Procopio di Gaza ed il retore Megezio”, BZ 98, (2005), σσ. 367-382.
[ back ] 81. Διάλεξις 2, 53.
[ back ] 82. Διάλεξις 3, 5, 6, πρβλ. καὶ τὴν Θεογονίαν τοῦ Ἡσιόδου, ἔκδ. M. L. West, Oxford 1966, 189.
[ back ] 83. Λουκιανοῦ σοφιστοῦ, Ἔργα, ἔκδ. M. D. Macleod, τόμ. 1. Oxford 1972, 2, 17.
[ back ] 84. Ἀφθονίου, Διαλέξεις, ἔκδ. H. Rabe, Leipzig 1926, σ. 3.
[ back ] 85. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 185, μελέτη 7, 33.
[ back ] 86. Προκοπίου Γαζαίου,Ἔκφρασις εἰκόνος, ἔκδ. P. Friedländer, Spätantiker Gemäldezyklus in Gaza [Studi e Testi 89, Vatican City 1939], 5-18.
[ back ] 87. Προκοπίου Γαζαίου,Ἔκφρασις Ὡρολογίου, ἔκδ. H. Diels, “Über die von Prokop beschriebene Kunstuhr von Gaza” Abhandlungen der königlich preussischen Akademie der Wissenschaften, Philosoph.-hist. Kl. 26.7. Berlin 1917: 27-39.
[ back ] 88. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 52.
[ back ] 89. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 107.
[ back ] 90. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 160. Ἡ ἀκριβὴς χρονολόγησις τῆς ζωῆς του εἶναι δύσκολος, ἀλλὰ τὰ ἔργα του χρονολογοῦνται εἰς τὰ ἔτη 520-540.
[ back ] 91. «Ἀνεγνώσθη Χορικίου σοφιστοῦ Γάζης μελέται καὶ συντάξεις λόγων διάφοροι. Οὗτος χαίρει μὲν εὐκρινείᾳ καὶ καθαρότητι…», Φωτίου, Βιβλιοθήκη , κῶδ. 160.
[ back ] 92. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 139.
[ back ] 93. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 160.
[ back ] 94. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 51.
[ back ] 95. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 162.
[ back ] 96. Χορικίου Γαζαίου, Ἔργα, ἔκδ. R. Foerster and E. Richtsteig, λόγος 8.
[ back ] 97. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 107.
[ back ] 98. Ἕλληνες Ῥήτορες, ἔκδ. C. Walz, τόμ. 3, Stuttgart 1834, σσ. 571, 572, 573.
[ back ] 99. Ἰ. Ε. Στεφανῆ, Χορικίου σοφιστοῦ Γάζης Συνηγορία Μίμων, Θεσσαλονίκη 1986.
[ back ] 100. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 237.
[ back ] 101. Αὐτόθι.
[ back ] 102. C. Mango, Βυζάντιο: Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ῥώμης, σ. 293.
[ back ] 103. Gedaliahu G. Stroumsa, “Gnostics and Manicheans in Byzantine Palestine”, Studia Patristica XVIII, (1989), σσ. 273-278.
[ back ] 104. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 437.
[ back ] 105. Μάρκου Διακόνου, Βίος Πορφυρίου ἐπισκόπου Γάζης, 64,1-17.
[ back ] 106. ODB, τόμ. 2, σ. 1302, Μάρκου Διακόνου, Βίος Πορφυρίου ἐπισκόπου Γάζης, κεφ. 44, 1, 2 καὶ κεφ. 45,1-3.
[ back ] 107. G. Downey, Gaza in the Early Sixth Century, σ. 112 καὶ ἰδίᾳ R. A. Kaster, Guardians of Language: The Grammarian and Society in Late Antiquity, Berkeley- Los Angeles- London 1988, σσ. 368-370, ἀρ. 156.
[ back ] 108. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 67.
[ back ] 109. H. Hunger, Die hochsprachliche profane Literatur der Byzantiner, München 1978, τόμ. β΄, σσ. 18, 19. Ἀλλὰ περὶ τοῦ Ἰωάννου Χάρακος τὰ χρονικὰ ὅρια κυμαίνονται μεταξὺ ϛ΄ καὶ θ αἰῶνος, βλ. R. A. Kaster, Guardians of Language: The Grammarian and Society in Late Antiquity, σσ. 391-392, ἀρ. 199.
[ back ] 110. Κ. Κrumbacher, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας, τόμ. β΄, σ. 350.
[ back ] 111. G. Downey, Gaza in the Early Sixth Century, σ. 112.
[ back ] 112. Σούδας Λεξικόν, τ, 621.
[ back ] 113. Ζωσίμου, Ἱστορία Νέα, ἔκδ. F. Paschoud, τόμοι, 1-3, Paris 1971-1989, 1, 3, 1ἕξ.
[ back ] 114. Σούδας Λεξικόν, τ, 621, ODB, τόμ. 1, σ. 450. Περὶ τοῦ αὐτοκράτορος Ἀναστασίου Α΄ καὶ τῆς καταργήσεως τοῦ φόρου τοῦ χρυσαργυρίου βλ. Γεωργίου Κεδρηνοῦ, Σύνοψις Ἱστοριῶν, ἔκδ. I. Bekker, τόμ. 1, σ. 626,22-24- σ. 627,1-13.
[ back ] 115. Γεωργίου Κεδρηνοῦ, Σύνοψις Ἱστοριῶν, ἔκδ. I. Bekker, τόμ. 1, σ. 627, 12.
[ back ] 116. M. Haupt, Excerpta ex Timothei Gazaei Libris de Animalibus, Hermes 3, (1869), σσ. 5-30, βλ. καὶ Τιμοθέου Γαζαίου, Ἵππων Φύσεις κατὰ ἔθνος, ἔκδ. E. Oder and K. Hoppe, Corpus Η ippiatricorum Graecorum, τόμ. 2, Leipzig 1927.
[ back ] 117. F. S. Bodenheimer and A. Rabinowitz, Timotheus of Gaza on Animals: Fragments of a Byzantine Paraphrase of an animal-Book of the Fifth Century AD (Paris and Leiden 1949).
[ back ] 118. Anne-Marie Doyen-Higuet, “Ὰ propos d’ un texte de Timothée de Gaza sur les races équines repris dans une recension du Corpus des hippiatres grecs”, XX Congres International des Études byzantines, Pré-actes III. Communacationes Libres, Paris 2001, σ. 88, Anne Mccabe, The Hippiatrika and Byzantine Compilations, αὐτόθι, σ. 89.
[ back ] 119. Κυνηγετικά, ἔκδ. A.W. Mair, Cambridge 1928.
[ back ] 120. Περὶ τοῦ Ἀψύρτου βλ. Σούδας Λεξικόν, α, 4739. Τοῦ Ἀψύρτου σώζεται ἓν ἔργον μὲ τίτλον «Περὶ Πυρετοῦ» τὸ ὁποῖον ἐδημοσιεύθη εἰς τὰ Hippiatrica Berolinensia, ἔκδ. E. Oder καὶ K. Hoppe, Corpus Ηippiatricorum Graecorum, τόμ. 1, Leipzig 1924.
[ back ] 121. Plinii Secundi Naturalis Historia, Libri XXXVII, 5 τόμοι, ἔκδ. Mayhoff, 1892-1909.
[ back ] 122. Στράβωνος, Γεωγραφικά, ἔκδ. A. Meineke, 3 τόμοι, Leipzig 1877.
[ back ] 123. G. Downey, Gaza in the Early Sixth Century, σ. 112.
[ back ] 124. Pizzi, “La Grammatica Greca di Timoteo Gaza ed Erasmo”, Atti dello VIII Congresso Internazionale di Studi Bizantini, Associazione Nazionale per gli Studi Bizantini, Roma 1953, σσ. 183-188.
[ back ] 125. R. Reitzenstein, Geschichte der griechischen Etymologika, Leipzig 1897, σ. 296.
[ back ] 126. J. A. Cramer, τόμ. 4, Oxford 1841, σσ. 239-244.
[ back ] 127. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 387.
[ back ] 128. ΘΗΕ, τόμ. 2, σ. 45.
[ back ] 129. Βλ. The Hellenistic Age, Aspects of Hellenistic Civilization, ἰδίως The Hellenistic Age and the History of Civilization ὑπὸ J. B. Bury, New York 1970, σσ. 1-30 καὶ τὸ πάντοτε χρήσιμον ἔργον τοῦ Μ. Γ. Δημίτσου, Ἱστορία τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἀθῆναι 1885.
[ back ] 130. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζαντιο, σ. 65.
[ back ] 131. Περὶ τῆς Σχολῆς τῆς Ἀλεξανδρείας βλ. E. J. Watts, City and School in Late Antiquity, σσ. 204-231.
[ back ] 132. Mostafa El-Abbadi, “The Alexandria Library in History”, ἐν Alexandria, Real and Imagined, ἔκδ. A. Hirst and M. Silk, Ashgate 2004, σ. 167. Κλασσικὸν τὸ ἔργον τοῦ E. A. Parsons, The Alexandrian Library. Glory of the Hellenic World, London 1952.
[ back ] 133. Περὶ τῶν προϊσταμένων τῆς Ἀλεξανδρινῆς βιβλιοθήκης καὶ τῶν ἔργων των βλ. L. Casson, Οἱ Βιβλιοθήκες στὸν Ἀρχαῖο Κόσμο, Ἀθήνα 2006, σσ. 65-75.
[ back ] 134. Εὐκλείδου, Στοιχεῖα, ἔκδ. E. S. Stamatis, 4 τόμοι, 2η ἔκδ. Leipzig 1969–1973.
[ back ] 135. The Oxford Companion to Classical Literature, ἔκδ. Paul Harvey, Oxford 1966, σ. 39.
[ back ] 136. Πτολεμαίου, Μαθηματικὴ Σύνταξις, ἔκδ. J. L. Heiberg, τόμοι, 1.1-1.2. Leipzig 1.1:1898, 1.2:1903. Al-magest εἶναι ὁ ἀραβικὸς τίτλος τοῦ συγγράμματος τοῦ Πτολεμαίου, Μαθηματικὴ Σύνταξις. Ὁ τίτλος Al-Magest προϋποθέτει τὸν τίτλον Μεγίστη (δηλ. σύνταξις) ἀφοῦ Al-magest=ἡ Μεγίστη, N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 65.
[ back ] 137. Mostafa El-Abbadi, “The Alexandria Library in History”, ἐν Alexandria, Real and Imagined, σ. 171.
[ back ] 138. Γαληνοῦ, Εἰς τὸ τρίτον βιβλίον τῶν ἐπιδημιῶν Ἱπποκράτους ὑπόμνημα πρῶτον, ἔκδ. E. Wenkebach, [Corpus Medicorum Graecorum, τόμ. 5, 10, 2, 1, Leipzig 1936], σ. 606.
[ back ] 139. ΘΗΕ, τόμ. 2, σ. 45.
[ back ] 140. Περὶ τοῦ βίου τοῦ Πλωτίνου βλ. Πορφυρίου, Περὶ τοῦ Πλωτίνου βίου καὶ τῆς τάξεως τῶν βιβλίων αὐτοῦ, ἔκδ. P. Henry and H.-R. Schwyzer, τόμ. 1. Leiden 1951: 1-41. βλ. καὶ Πλωτίνου, Ἐννεάδες, ἔκδ. P. Henry and H.-R. Schwyzer, 3 τόμοι, Leiden 1951-1973.
[ back ] 141. Th. G. Sinnige, “Plotinus on the Human Person and its Cosmic Identity”, Vigliai Christianae 56 (2002), σσ. 292-295.
[ back ] 142. Ὁ Ἱερώνυμος ἀνάγει τὴν ἀρχὴν τῆς Σχολῆς εἰς τὸν Εὐαγγελιστὴν Μᾶρκον, De Viris Illustribus 36, PL 23, 651, ἐνῷ ὁ Εὐσέβιος θεωρεῖ τὴν Σχολὴν «ἐξ ἀρχαίου ἔθους διδασκαλείου τῶν ἱερῶν λόγων», βλ. Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἔκδ. G. Bardy, 3 τόμοι, [Sources Chrétiennes 31, 41, 55, Paris 1:1952, 2:1955, 3:1958], ε΄, 10, 1.
[ back ] 143. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 65.
[ back ] 144. Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἔκδ. G. Bardy, β΄, 16, 1.
[ back ] 145. Raafat Abdul Hamid, Al-dawla wal-kanissa (Κράτος καὶ Ἐκκλησία), τόμ. 3, Κάιρον 2001, σσ. 405-413, (Ἀραβιστί).
[ back ] 146. Father Makary El-Souriany, “Christian Education in the Early Coptic Church”, Bulletin de l’Institut des Etudes Coptes, (1958), σσ. 54-69.
[ back ] 147. “Alexandria”, ἐν International Standard Bible Encyclopedia, τόμ. 1, σσ. 331-340.
[ back ] 148. Raafat Abdul Hamid, Al-dawla wal-kanissa (Κράτος καὶ Ἐκκλησία), τόμ. 3, σ. 23.
[ back ] 149. Mostafa El-Abbadi, “The Alexandria Library in History”, ἐν Alexandria, Real and Imagined, σ. 174 καὶ προσφάτως λεπτομερῶς ὁ E. J. Watts, City and School in Late Antiquity, σσ. 143-256 (Ἡ θύραθεν καὶ ἡ Χριστιανικὴ Σχολὴ μέχρι καὶ τοῦ ς΄ αἰῶνος).
[ back ] 150. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 7, ἔκδ. F. Boulenger, Paris 1908, 6, 2.
[ back ] 151. Diana Delia, “From Romance to Rhetoric: The Alexandrian Library in Classical and Islamic Traditions”, The American Historical Review 97, (1992), σσ. 1449-1467.
[ back ] 152. Siddiq Ibn Hasan al-Qanawji, Abjad al Ulum, 3 τόμοι, Βηρυτός 1978, τόμ. 1, σ. 174, Rahalat Ibn Battuta, Βηρυτός 1985, τόμ. 1, σ. 57.
[ back ] 153. NPNF, 2η σειρά, τόμ. 7, σ. 447.
[ back ] 154. Περὶ τοῦ γεγονότος τούτου βλ. τὴν πρόσφατον κριτικὴν θεώρησιν τοῦ E. J. Watts, City and School, σσ. 111-142.
[ back ] 155. Joel L. Kraemer, “A Lost Passage from Philoponus’ Contra Aristotelem in Arabic Translation”, Journal of the American Oriental Society 85, (1965), σσ. 318-327. Τὴν ἐπὶ τοῦ προκειμένου πολιτικὴν τοῦ Ἰουστινιανοῦ αὐστηρὰν ὡς πρὸς τὴν Σχολὴν τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὴν ὅλην διδασκαλίαν τῆς φιλοσοφίας (Νεοπλατωνικῆς) ἐν Ἀθήναις καὶ Ἀλεξανδρείᾳ βλ. παρὰ O. Mazul, Justinian I und seine zeit. Geschichte und Kultur des byzantinischen reiches in 6 jahrhundert, Köln-Weimann-Wien 2001, σσ. 459-464 καὶ M. Maas, The Cambridge Companion to the Age of Justinian, Cambridge 2005, 316-340 (ἰδίᾳ σ. 338, σημ. 39).
[ back ] 156. Σούδας Λεξικόν, θ, 205.
[ back ] 157. Lexikon des Mittelalters, VIII, Lexma Verlag Munchen, σ. 659.
[ back ] 158. Δαμασκίου φιλοσόφου, Βίος Ἰσιδώρου, ἔκδ. Zintzen, Hildesheim 1967, ἀποσ. 115, 5, 6.
[ back ] 159. Σούδας Λεξικόν, θ, 205.
[ back ] 160. Lexikon des Mittelalters, VIII, Lexma Verlag Munchen, σ. 659.
[ back ] 161. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 65.
[ back ] 162. Ἑλληνικὴ Ἀνθολογία, VII, 292, IX, 41, 491.
[ back ] 163. Siddiq Ibn Hasan al-Qanawji, Abjad al-ulum, τόμ. 2, σ. 302.
[ back ] 164. Ibn Abi Usaybia, Uyun Al-Anbaa fi Tabaqat al-Atibaa, ἔκδ. Nizar Rida, Βηρυτός, χ.χ. τόμ. 1, σ. 60.
[ back ] 165. Al-Nuwayri, Nihayat Al-arab, σ. 638.
[ back ] 166. Αὐτόθι, σ. 640.
[ back ] 167. Mostafa Al-Rumi, Kashf al-zunun, 2 τόμοι, Βηρυτός 1992, τόμ. 1, σ. 907.
[ back ] 168. Siddiq Ibn Hasan al-Qanawji, Abjad al-ulum, τόμ. 2, σ. 302.
[ back ] 169. Mostafa Al-Rumi, Kashf al-zunun, τόμ. 1, σ. 907.
[ back ] 170. Αὐτόθι, τόμ. 2, σ. 1810. Τοῦ ἔργου τούτου ὑπάρχουν δύο μεταφράσεις εἰς τὰ Συριακὰ καὶ τὰ Ἀραβικά, Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, vo. 1, σ. 348.
[ back ] 171. Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, τόμ. 1, σ. 344.
[ back ] 172. Ibn Abi Usaybia, Uyun Al-Anbaa fi Tabaqat al-Atibaa, τόμ. 1, σ. 300.
[ back ] 173. Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, τόμ. 1, σ. 375.
[ back ] 174. Αὐτόθι, τόμ. 1, σ. 343.
[ back ] 175. Ibn Abi Usaybia, Uyun Al-Anbaa fi Tabaqat al-Atibaa, τόμ. 1, σ. 300.
[ back ] 176. OCD, σ. 1058.
[ back ] 177. Ἡσυχίου Ἰλλουστρίου, Ἱστορία Ῥωμαϊκή τε καὶ παντοδαπή, ἔκδ. K. Müller, FHG 4, Paris 1841-1870, ἀποσ. 7,998-1003.
[ back ] 178. R. Penella, “When was Hypatia born?”, Historia 33, (1984), σσ. 126-128.
[ back ] 179. Δαμασκίου φιλοσόφου, Βίος Ἰσιδώρου, ἀπόσ. 102, 2.
[ back ] 180. Σούδας Λεξικόν, υ, 165.
[ back ] 181. Κυρία πηγὴ περὶ τοῦ θανάτου τῆς Ὑπατίας εἶναι ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τοῦ Σωκράτους Σχολαστικοῦ, βλ. Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἔκδ. W. Bright, 2η ἔκδ., Oxford 1893, 7, 15, βλ. καὶ E. J. Watts, City and School, σσ. 187-203, ἔνθα καὶ περὶ τῆς ἐπιπτώσεως τὴν ὁποίαν εἶχεν ὁ θάνατος τῆς μετριοπαθοῦς καὶ ἐπιστήμονος Ὑπατίας εἰς τὴν αὔξησιν τῆς θεουργικῆς φιλοσοφίας τοῦ Ἰαμβλίχου ἐν Ἀλεξανδρείᾳ. Διὰ περαιτέρω βλ. καὶ τοῦ αὐτοῦ, “The Murder of Hypatia: Acceptable or Unacceptable Violence?” ἐν Violence in Late Antiquity, ἐκδ. H. A. Darke, Aldershot 2005, σσ. 333-342, βλ. καὶ Maria Dzielska, Hypatia of Alexandria, (μτφρ. ἐκ Πολωνικῶν F. Lyra), Cambridge 1995 καὶ μετάφ. ἑλλην. ὑπὸ Γ. Κουνσουνέλου:Ὑπατία ἡ Ἀλεξανδρινή, Ἀθῆναι 1995.
[ back ] 182. “Sara Delamont, Hypatia’s Revenge?: Feminist Perspectives”, Social Studies of Science 32, (2002), σσ. 167-174, βλ. καὶ J. M. Rist, Hypatia, Phoenix 19, (1965), σσ. 214-225.
[ back ] 183. Debra Charpentier, “Women Mathematicians”, The Two-Year College Mathematics Journal 8, (1977), σσ. 73-79.
[ back ] 184. A. W. Richeson, “Hypatia of Alexandria”, National Mathematics Magazine 15, (1940), σσ. 74-82, βλ. καὶ Michael A. B. Deakin, “Hypatia and Her Mathematics”, The American Mathematical Monthly 101, (1994), σσ. 234-243.
[ back ] 185. Δαμασκίου φιλοσόφου, Βίος Ἰσιδώρου, ἀποσ. 102,6,7.
[ back ] 186. Ἐπιστολαί, ἔκδ. R. Hercher, Paris 1873. Βλ. καὶ Maria Dzielska,Ὑπατία ἡ Ἀλεξανδρινή, σσ. 60-65.
[ back ] 187. The Oxford Companion to Classical Literature, σσ. 285, 286.
[ back ] 188. Σούδας Λεξικόν, υ, 165.
[ back ] 189. “Commentary on the Almagest”, ἔκδ. A. Rome, Studi e Testi 106, Rome 1943.
[ back ] 190. David Pergamini, Life, Science, Library: Mathematics, New York 1969, σ. 50.
[ back ] 191. Πρὸς Παιόνιον περὶ τοῦ Δώρου, ἔκδ. N. Terzaghi, Rome 1944, IV, 13-16, O. Neugebauer, “The Early History of the Astrolabe. Studies in Ancient Astronomy IX”, Isis 40, (1949), σσ. 240-256.
[ back ] 192. The Oxford Companion to Classical Literature, σσ. 285, 286.
[ back ] 193. Περὶ τῆς φιλίας Συνεσίου καὶ Ὑπατίας διὰ τῶν ἐπιστολῶν του βλ. Joseph Vogt, Das Unverletzliche Gut: Synesios an Hypatia, Τιμητικὸν ἀφιέρωμα Κωνσταντίνῳ Ἰ. Μερεντίτῃ, ἐν Ἀθήναις 1972, σσ. 431-437.
[ back ] 194. Σούδας Λεξικόν, σ, 1151.
[ back ] 195. Ἔκδ. N. Terzaghi, Rome 1944: 143-189.
[ back ] 196. Ὕμνοι, ἔκδ. A. Dell'Era, Rome 1968: 33-167.
[ back ] 197. Ἑλληνικὴ Ἀνθολογία, 16.76, 79.
[ back ] 198. Ἀναφέρεται ὑπὸ Β. Ν. Τατάκη, Βυζαντινὴ Φιλοσοφία, σ. 236.
[ back ] 199. Τὸ ἔργον τοῦ Συνεσίου μελετᾶται κριτικῶς ὑπὸ N. Terzaghi, Opuscula, τ. I, II καὶ ὑπὸ A. Garzya, Ἐπιστολαί. Νεωτέρα ἔκδοσις εἰς τὴν σειρὰν Les Belles Lettres, τ. I-IV (συνεχίζεται). Χρήσιμα τὰ προλεγόμενα τῶν τόμων τούτων.
[ back ] 200. Δίων ἢ περὶ τῆς κατ’ αὐτὸν διαγωγῆς, ἔκδ. N. Terzaghi, Rome 1944, 28, 19.
[ back ] 201. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 26.
[ back ] 202. Ν. Β. Τωμαδάκη, Ἡ Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία καὶ Ποίησις, σσ. 21, 22.
[ back ] 203. Ν. Β. Τωμαδάκη, Ἡ Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία καὶ Ποίησις, σ. 22.
[ back ] 204. Πινδάρου, Ἴσθμια, ἔκδ. H. Maehler, μέρ. 1, 5η ἔκδ. Leipzig 1971, πρβλ. ᾠδὴ 8, 66 καὶ Συνεσίου ὕμνον 1, 396.
[ back ] 205. Συνεσίου, Ἐπιστολαί, ἔκδ. R. Hercher, Paris 1873, ἐπισ. 105.
[ back ] 206. Ὁ Κ. Krumbacher ὁμιλεῖ περὶ τριῶν Θεοδοσίων ἀποδίδων εἰς ἕκαστον διαφορετικὰ ἔργα, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σσ. 509, 510 καὶ τόμ. β΄, 568, 596 καὶ 626. Εἰκάζει ὅτι ὑπάρχει ἡ πιθανότης νὰ ταυτίζονται οἱ δὺο ἐξ αὐτῶν, χωρὶς ὅμως νὰ τοὺς χρονολογῇ, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 626. Ὁ καθηγητὴς Ἀθ. Κομίνης, διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν διατριβήν του περὶ Γρηγορίου τοῦ Πάρδου, ἀφιερώνει εἰδικὸν κεφάλαιον εἰς τὸν Θεοδόσιον, ὅπου ὁριστικῶς διευκρινίζει ὅτι ὁ Θεοδόσιος ὁ Συρακούσιος διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὸν Θεοδόσιον Ἀλεξανδρέα, βλ. Ἀθ. Κομίνης, Γρηγόριος Πάρδος Μητροπολίτης Κορίνθου καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ (Testi e Studi Byzantino-Neoellinici, 2), Ἀθήνα-Ῥώμη 1960, σσ. 100-103. βλ. καὶ τὴν διατριβὴν τῆς Ἀ. Γκενάκου-Μποροβίλου, Θεοδόσιος Μοναχὸς ὁ Γραμματικός, βίος καὶ ἔργο, Ἀθήνα 1977, σσ. 29, 30.
[ back ] 207. R. A. Kaster, Guardians of Language, σσ. 366-367, ἀρ. 152.
[ back ] 208. Συνεσίου, Ἐπιστολαί, ἔκδ. R. Hercher, Paris 1873, ἐπισ. 4.
[ back ] 209. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 66.
[ back ] 210. Ἕκδ. A. Hilgard, Grammatici Graeci, τόμ. 4. 1. Leipzig 1894, 3-42.
[ back ] 211. Ἔκδ. A. Hilgard, Grammatici Graeci, τόμ. 4. 1. Leipzig 1894, 43-99, H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σσ. 377-379 καὶ σ. 381 σημ. 21. καὶ τὸ ἔργον τοῦ R. H. Robbins, The Byzantine Grammarians: Their Place in History, Berlin 1993, σσ. 112-116.
[ back ] 212. R. Browning, Teachers, ἐν The Byzantines, ἔκδ. G. Cavallo, Chicago 2000, 95-116.
[ back ] 213. Ἔκδ. K. Göttling, Leipzig 1822:1-197.
[ back ] 214. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 377.
[ back ] 215. Ἔκδ. A. Hilgard, τόμ. 4. 1. Leipzig 1894.
[ back ] 216. Ἔκδ. A. Hilgard, τόμ. 4. 2. Leipzig 1894.
[ back ] 217. Σχόλια εἰς τὸν Ἡσίοδον, ἔκδ. T. Gaisford, τόμ. 2, Leipzig 1823, 285bis, 8-13, R. Browning, “The Correspondence of a Thenth-Century Byzantine Scholar”, Byzantion 24, (1954), σσ. 397-452, P. Lemerle, Ὁ Πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, σ. 424, σημ. 28.
[ back ] 218. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 66.
[ back ] 219. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 409.
[ back ] 220. Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Εὐλόγιον, ἔκδ. K. Latte, τόμ. 1. Copenhagen 1953, 1-2.
[ back ] 221. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 409.
[ back ] 222. L. D. Reynolds, N. G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ Φιλόλογοι, σσ. 187, 301.
[ back ] 223. Ἡσυχίου Ἀλεξανδρέως, Λεξικόν, ἔκδ. K. Latte, 2 τόμοι, Copenhagen 1:1953, 2:1966, Ἡσυχίου Ἀλεξανδρέως, Λεξικόν, ἔκδ. M. Schmidt, τόμοι 3-4. Halle: 3:1861, 4:1862.
[ back ] 224. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 520.
[ back ] 225. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 411.
[ back ] 226. Encyclopedia Britannica, 15η ἔκδ. The University of Chicago 1989, τόμ. 5, σσ. 901-902.
[ back ] 227. Ἀδαμαντίου Κοραή, Κριτικαὶ σημειώσεις, παρατηρήσεις καὶ διορθώσεις εἰς τὸ Λεξικὸν Ἡσυχίου, ἐν Ἀθήναις 1889.
[ back ] 228. J. Gennadius, “A Correction in Hesychius”, JHS 46, (1926), σσ. 42-43.
[ back ] 229. Περὶ τῆς αὐθεντικότητος τοῦ ὀνόματος τοῦ Κοσμᾶ βλ. Ὀλυμπιοδώρου φιλοσόφου Ἀλεξανδρέως, Εἰς τὸ πρῶτον τῶν Μετεωρολογικῶν Ἀριστοτέλους Σχόλια, ἔκδ. G. Stüve, 12. 2, Berlin 1900, σσ. 81, 163, Μιχαὴλ Ψελλοῦ, Ποιήματα, ἔκδ. L. G. Westerink, Stuttgart 1992: ποίημα 54, 2t, Doula Mouriki-Charalambous, The Octateuch Miniatures of the Byzantine Manuscripts of Cosmas Indicopleustes, Princeton 1970, σ. 2.
[ back ] 230. W. McCrindle, The Christian Topography of Cosmas, an Egyptian Monk, NY 1887, σ. iv.
[ back ] 231. Verlinden Ch., “Cosmas Indicopleustes, Sopater et le monde Arabe”, Graeco-Arabica 4, (1991), σσ. 65-69.
[ back ] 232. Ph. Mayerson, “A Confusion of India: Asian India and African India in the Byzantine Sources”, Journal of the American Oriental Society 113, (1993), σσ. 169-174. Ὁ Β. Χριστίδης ἀμφισβητεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κοσμᾶς, παρὰ τὸ ἐπίθετόν του Ἰνδικοπλεύστης, ἐταξίδευσε εἰς τὴν Ἰνδίαν, βλ. V. Christides, “Periplus of the Arab-Byzantine Cultural Relation”, ἐν Cultural Relations Between Byzantium and the Arabs, (ἔκδ.) Yacoub Yousef al-Hijji and Vassilios Christides, Athens 2007, σσ. 29-52.
[ back ] 233. Sidney Smith, “Events in Arabia in the 6th Century AD”, Bulletin of the School of Oriental and African Studies 16, (1954), σσ. 425-468.
[ back ] 234. Χριστιανικὴ Τοπογραφία, ἔκδ. W. Wolska-Conus, 3 τόμοι, [Sources Chrétiennes 141, 159, 197, Paris 1968-1973], βιβλ. 2, 56, 9, βιβλ. 5, 14, 2.
[ back ] 235. Χριστιανικὴ Τοπογραφία εἶναι ὁ συνήθως γνωστὸς τίτλος τοῦ ἔργου τοῦ Κοσμᾶ, δεδομένου ὅτι τὸ ἀντικείμενόν του ἦτο νὰ εἰσαγάγῃ νέον σύστημα φυσικῆς γεωγραφίας ἐν ἁρμονίᾳ μὲ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Ἡ Ὀκτάτευχος ὅμως σημαίνει τὰ ὀκτὼ πρώτα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.¶
[ back ] 236. Milton V. Anastos, “The Alexandrian Origin of the ‘Christian Topography’ of Cosmas Indicopleustes”, DOP 3, (1946), σσ. 73-80.
[ back ] 237. PG 88, 51A-462A.
[ back ] 238. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 36.
[ back ] 239. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 118.
[ back ] 240. Χριστιανικὴ Τοπογραφία, ἔκδ. W. Wolska-Conus, βιβλ. 10, 39, 5.
[ back ] 241. Αὐτόθι, βιβλ. 4, 7, 1.
[ back ] 242. Χριστιανικὴ Τοπογραφία, ἔκδ. W. Wolska-Conus, βιβλ. 4, 8, 2.
[ back ] 243. Αὐτόθι, βιβλ. 2, 34, 1-23.
[ back ] 244. A. H. Merrills, History and Geography in Late Antiquity, Cambridge 2005, σ. 28.
[ back ] 245. Φωτίου, Βιβλιοθήκη , κῶδ. 36.
[ back ] 246. Annemarie W. Carr, “The Monastery of Saint Catherine at Mount Sinai: The Illuminated Greek Manuscripts, 1: From the Ninth to the Twelfth Century”, Speculum 68, (1993), σσ. 1233-1236.
[ back ] 247. C. Mango, Βυζάντιο: Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ῥώμης, σ. 209.
[ back ] 248. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 118.
[ back ] 249. Natalia Lozovsky, “Marring Time and Space: How Medieval Mapmakers viewed their World”, Isis 91, (2000), σσ. 773-774.
[ back ] 250. J. W. McCrindle, The Christian Topography of Cosmas, σ. xx.
[ back ] 251. Περὶ τοῦ ἐπιθέτου «Φιλόπονος» βλ. U. M. Lang, John Philoponus and the Controversies over Chalcedon in the Sixth Century, A Study and Translation of the Arbiter, Leuven Spicilegium Sacrum Lovaniense, Peeters 2001, σσ. 2, 3, Δαμασκίου, Βίος Ἰσιδώρου, ἀπόσ. 115, 5, 6. καὶ ἀπόσ. 120, 3. 3, Leslie S. B. MacCoull, Dioscorus of Aphrodito and John Philoponus, Studia Patristica 19, (1999), σσ. 163-168.
[ back ] 252. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 100.
[ back ] 253. Ἰωάννου Φιλοπόνου Ἀλεξανδρέως, Εἰς τὸ πρῶτον τῶν μετεωρολογικῶν Ἀριστοτέλους ἐξηγητικῶν, ἔκδ. M. Hayduck, Berlin 1901, 14. 1, σ. 106.
[ back ] 254. Edward Peters, “Philoponus and the Rejection of Aristotelian Science”, Isis 79, (1988), σσ. 163-164.
[ back ] 255. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 75.
[ back ] 256. David Lindberg, “Science and the Early Christian Church”, Isis 74, (1983), σσ. 509-530.
[ back ] 257. H. D. Saffrey, “Le chrétien Jean Philopon et la survivance de l’École d’Alexandrie au VIe siècle”, Revue des Études Grecques 67, (1954), σσ. 396-410, βλ. καὶ R. Walzer, Greek into Arabic, Oxford 1962, σ. 2.
[ back ] 258. E. G. T. Booth, “John Philoponus: Christian and Aristotelian Conversion”, Studia Patristica 17, (1988), σσ. 407-411.
[ back ] 259. Herbert A. Davidson, “John Philoponus as a Source of Medieval Islamic and Jewish Proofs of Creation”, Journal of the American Oriental Society 89, (1969), σσ. 357-391, βλ. καὶ Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, τόμ. 1, σσ. 347, 348, 350, 353, 356, 369, 398, 402.
[ back ] 260. M. Ibn Mandhur Al-Misri, “Lisan Al-Arab”, ἔκδ. Abdul Sattar A. Farraj, Βηρυτός 1992, τόμ. 15, σ. 109. Ὁ Ἰω. Φιλόπονος χαρακτηρίζεται ὡς γραμματικός, τὸ ὁποῖον συνήθως σημαίνει ὅτι ποτὲ δὲν ἐπέτυχε νὰ καταλάβῃ φιλοσοφικὴν ἕδραν, N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 68.
[ back ] 261. Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, τόμ. 1, σ. 356.
[ back ] 262. Ἰρακινὸς παθολόγος ὅστις ἔζησε κατὰ τὸν 11ον μ. Χ. αἰ. καὶ ἐταξίδεψεν εἰς τὸ Βυζάντιον καὶ συνέθισε ἕν ἔργον μὲ τίτλον: Tacuinum Sanitatis = Διατήρησις τῆς ὑγείας ἡ Λατινικὴ μετάφρασις τοῦ ὁποίου ἠπηρέασε τὴν Εὐρώπην ἕως τὸν 16ον μ. Χ. αἰ.
[ back ] 263. Ibn Abi Usaybia, Uyun Al-Anbaa fi Tabaqat al-Atibaa, τόμ. 1, σ. 151, N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 68.
[ back ] 264. Ibn Abi Usaybia, Uyun Al-Anbaa fi Tabaqat al-Atibaa, τόμ. 1, σ. 152.
[ back ] 265. Ἰωάννου τοῦ Φιλοπόνου Σχόλια εἰς τὰς Κατηγορίας, ἔκδ. A. Busse, [Commentaria in Aristotelem Graeca 13, 1, Berlin 1898], 1-205.
[ back ] 266. Ἰωάννου Γραμματικοῦ Ἀλεξανδρέως εἰς τὸ πρῶτον τῶν προτέρων Ἀναλυτικῶν σχολικαὶ ἀποσημειώσεις, ἔκδ. M. Wallies, [Commentaria in Aristotelem Graeca 13, 2, Berlin 1905], 1-48.
[ back ] 267. Ἰωάννου τοῦ Φιλοπόνου εἰς τὸ Α΄ τῆς Ἀριστοτέλους Φυσικῆς Ἀκροάσεως, ἔκδ. H. Vitelli, 2 τόμοι [Commentaria in Aristotelem Graeca 16 and 17, Berlin 16: 1887; 17:1888], 16:1-495; 17:496-908.
[ back ] 268. Ἰωάννου Γραμματικοῦ Ἀλεξανδρέως σχολικαὶ ἀποσημειώσεις εἰς τὸ πρῶτον τῶν περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς Ἀριστοτέλους, ἔκδ. H. Vitelli, [Commentaria in Aristotelem Graeca 14, 2, Berlin 1897]: 1-314.
[ back ] 269. Ἰωάννου Ἀλεξανδρέως εἰς τὴν Περὶ ψυχῆς Ἀριστοτέλους σχολικαὶ ἀποσημειώσεις, ἔκδ. M. Hayduck, [Commentaria in Aristotelem Graeca 15. Berlin 1897], 1-607.
[ back ] 270. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 76.
[ back ] 271. Αὐτόθι, τόμ. α΄, σ. 88.
[ back ] 272. Φωτίου, Βιβλιοθήκη , κῶδ. 50.
[ back ] 273. Ἰωάννου Ἀλεξανδρέως Φιλοπόνου περὶ τῆς τοῦ ἀστρολάβου χρήσεως, ἔκδ. H. Hase, Rheinisches Museum 6 (1839), σσ. 129-156.
[ back ] 274. Ibn Abi Usaybia, Uyun Al-Anbaa fi Tabaqat al-Atibaa, τόμ. 1, σ. 153.
[ back ] 275. Αὐτόθι, τόμ. 1, σ. 154, βλ. καὶ Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, τόμ. 1, σσ. 350, 351, 353, 369.
[ back ] 276. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. γ΄, σ. 121.
[ back ] 277. Αὐτόθι, τόμ. β΄, σ. 380.
[ back ] 278. Ἔκδ. L. W. Daly, “Philadelphia: American Philosophical Society”, 1983.
[ back ] 279. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 388.
[ back ] 280. Αὐτόθι, σ. 271.
[ back ] 281. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. γ΄, σσ. 13, 23, 24, O. Neugebauer, “The Early History of the Astrolabe. Studies in Ancient Astronomy”, Isis 40, (1949), σσ. 240-256.
[ back ] 282. Φωτίου, Βιβλιοθήκη , κῶδ. 192.
[ back ] 283. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 224.
[ back ] 284. PG 87TER, 3421D-3424A.
[ back ] 285. R. L. Wilken, The Land Called Holy: Palestine in Christian History and Thought, σ. 227, Π. Τρεμπέλα, Ἐκλογὴ Ἑλλήνων Ὑμνογράφων, Ἀθῆναι 1949, σ. 153.
[ back ] 286. Κ. Γ. Μπόνη, Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων ὡς θεολόγος, ἐγκωμιαστὴς καὶ ὑμνογράφος, σ. 11.
[ back ] 287. D. J. Sahas, “Cultural Interaction During the Umayyad Period”, βλ. ἀνωτέρω.
[ back ] 288. Τὴν προσωνυμίαν ταύτην τὴν εἶχε προσδώσει εἰς αὐτὸν, λόγῳ τῆς μορφώσεως μάλιστα καὶ τῆς εὐφυΐας του, ὁ Ἰωάννης Μόσχος εἰς πολλὰ χωρία τοῦ ἔργου τοῦ Λειμωνάριον π.χ. “Narravit mihi et Sophistae Sophronio” βλ. PG, 87TER, κεφ. 21, 2867C, «Παρεβάλομεν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, ἐγὼ καὶ ὁ κῦρις Σωφρόνιος ὁ σοφιστής» PG, 87TER, κεφ. 69, 2920A, βλ. καὶ Σ. Εὐστρατιάδου, «Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων», Νέα Σιὼν 29, (1934), σσ. 188-193,Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Μηνὸς Μαρτίου, ἔκδ. Ματθαίου Λαγγῆ, 5η ἔκδ., Ἀθῆναι 1997, σ. 217.
[ back ] 289. Ὁ Σωφρόνιος δὲν ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενίαν τῆς Μονῆς τοῦ Ἀββᾶ Θεοδοσίου, ὅμως ἐκαλεῖτο «Σωφρόνιος πρεσβύτερος καὶ ἀρχιμανδρίτης τῆς αὐτῆς μονῆς καὶ πρῶτος πάσης τῆς ἐρήμου Ἱεροσολύμων», βλ. Πράξεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων: Σύνοδος ΚΠόλεως καὶ Ἱεροσολύμων ἐν ἔτει 536, ἔκδ. E. Schwartz, 3 τόμοι, Berlin 1940, τόμ. 3, σ. 133.
[ back ] 290. Κ. Μ. Μεϊμάρη, Βυζαντινὴ Ἁγιολογικὴ Βιογραφία, Ἀθήνα 2002, σ. 56. Κατὰ δὲ τὸ Λειμωνάριον τοῦ Ἰωάννου Μόσχου οἱ δύο ἐταξίδευσαν εἰς τὴν Αἴγυπτον πρὸς ἐπίσκεψιν τῶν μοναχικῶν σκητῶν, ὅπως τῆς Θηβαΐδος καὶ τοῦ Σινᾶ, H. Chadwick, “John Moschus and His Friend Sophronius the Sophist”, The Journal of Theological Studies 25, (1974), σσ. 41-74 καὶ ἐπίσης ἐβοήθησαν τὸν ἐκεῖ πατριάρχην Ἰωάννην τὸν Ἐλεήμονα (611/21) εἰς τὸν ἀντιαιρετικόν του ἀγῶνα. Περὶ τῆς δράσεως καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Σωφρονίου βλ. καὶ Ἰω. Φωκυλίδου, «Ἰωάννης ὁ Μόσχος καὶ Σωφρόνιος ὁ σοφιστὴς ὁ καὶ πατριάρχης Ἱεροσολύμων», Νέα Σιὼν 13, (1913), σσ. 815-836.
[ back ] 291. Κ. Μ. Μεϊμάρη, Βυζαντινὴ Ἁγιολογικὴ Βιογραφία, σ. 57. Κατὰ τὴν ἀφήγησιν τοῦ Γ. Κεδρηνοῦ, ὁ Σωφρόνιος ἐγένετο πατριάρχης τὸ 630, βλ. Σύνοψις Ἱστοριῶν, τόμ. 1, σ. 736.
[ back ] 292. Ἐπιστολὴ συνοδικὴ πρὸς Σέργιον ΚΠόλεως, PG 87TER, 3147A-3200C.
[ back ] 293. Κων. Γ. Μπόνη, Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, σ. 13.
[ back ] 294. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 231.
[ back ] 295. Κων. Γ. Μπόνη, Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, σ. 16.
[ back ] 296. Κ. Μ. Μεϊμάρη, Βυζαντινὴ Ἁγιολογικὴ Βιογραφία, σ. 57.
[ back ] 297. «Τοῦ μακαρίου Σωφρονίου μοναχοῦ μονῆς ἀββᾶ Θεοδοσίου τῆς κατὰ τὴν ἔρημον οὔσης τῆς Ἁγίας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν πόλεως ἐγκώμιον εἰς τοὺς ἁγίους Κῦρον καὶ Ἰωάννην τοὺς μάρτυρας» PG 87TER, 3379A-3676A, A. Mai, Spicilegium Romanum III, Graz 1972, σσ. 1-94, Θ. Δετοράκης, Βυζαντινὴ Φιλολογία, Τόμ. β΄, σ. 225, βλ. Προθεωρία (BHG 475), Ἐγκώμιον (BHG 476) καὶ Θαύματα (BHG 477-479a).
[ back ] 298. Ἰω. Φωκυλίδου, Ἡ Ἱερὰ Λαύρα Σάβα, σσ. 248-249.
[ back ] 299. M. Gigante, Sophronii Anacreontica, Roma 1957, IX, σσ. 1-18.
[ back ] 300. Ποίημα Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, (Μηναῖον Ἰανουαρίου ς΄), βλ. ΜΑΔ, ἐν Ἀθήναις 1974, σσ. 77-78.
[ back ] 301. Σ. Εὐστρατιάδου, «Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος», Νέα Σιὼν 29, (1934), σσ. 457, 458.
[ back ] 302. Σ. Εὐστρατιάδου, «Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος», Νέα Σιὼν 29, (1934), σσ. 188-193.
[ back ] 303. D. Woods, “The 60 Martyrs of Gaza and the Martyrdom of Bishop Sophronius of Jerusalem”, ARAM 15, (2003), σσ. 129-150.
[ back ] 304. Λειμωνάριον, PG 87TER, 3037C-3040C.
[ back ] 305. A. Butler, The Arabic Conquest of Egypt, σ. 134.
[ back ] 306. Περὶ καθολικῆς προσῳδίας, ἔκδ. A. Lentz, τόμ. 3. 1. Leipzig 1867, σ. 252.
[ back ] 307. Κατὰ τὴν Σούδαν «ἐπὶ Ἀναστασίου τοῦ βασιλέως ἦν ὁ ἅγιος Θεοδόσιος, ὁ κοινοβιάρχης», 144, 2077.
[ back ] 308. Pachomios R. Penkett, “Palestinian Monasticism in the Spiritual Meadow of John Moschos”, ARAM 15, (2003), σσ. 173-184, βλ. καὶ H. Chadwick, “John Moschus and his Friend Sophronius the Sophist”, The Journal of Theological Studies 25, (1974), σσ. 41-74.
[ back ] 309. Hermann Usener, Der heilige Tychon, sonderbare Heilige, 1 (Leipzig-Berlin 1907), 92.
[ back ] 310. ODB, τόμ. 2, σ. 1415, βλ. καὶ K. Rozemond, Jean Mosch, “Patriarche de Jérusalem en exile (614-634)”, Vigiliae Christiane 31 (1977), σσ. 60-67.
[ back ] 311. C. Mango, Βυζάντιο: Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ῥώμης, σ. 138.
[ back ] 312. Elpidio Mioni, “Il Pratum Spirituale di Giovanni Mosco”, OCP 17, (1951), σσ. 61-94.
[ back ] 313. Τὸ ἔργον καλεῖται καὶ «Νέος Παράδεισος», PG 87TER, 2845 (Notitia) καὶ «Νέον Παραδείσιον», βλ. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 198.
[ back ] 314. H. G. Beck, Βυζαντινὴ Χιλιετία, σσ. 175, 302.
[ back ] 315. D. J. Sahas, “Saracens and Arabs in the Leimon of John Moschos”, Βυζαντιακά 17, (1997), σσ. 123-138.
[ back ] 316. Pachomios R. Penkett, “Palestinian Monasticism in the Spiritual Meadow of John Moschos”, βλ. ἀνωτέρω.
[ back ] 317. Μ. Ἀθανασίου, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου, PG 26, 837A-976B.
[ back ] 318. Θεοδωρήτου Κύρου, Φιλόθεος Ἱστορία, ἔκδ. P. Canivet and A. Leroy-Molinghen, 2 τόμοι, [Sources Chrétiennes 234, 257], Paris 1977-1979.
[ back ] 319. “Lives of the Eastern Saints”, ἔκδ. E. W. Brooks, PO 17, (1923), 1-307, 18 (1924), 513-698, 19, (1926), 153-285.
[ back ] 320. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 199. Ὁ Ἰω. Δαμασκηνὸς ἀποδίδει τὸ ἔργον εἰς τὸν Σωφρόνιον οὕτως: «Ἐκ τοῦ Λειμωναρίου τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν Σωφρονίου, ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων», Λόγος ἀπολογητικὸς πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας, ἔκδ. B. Kotter, τόμ. 3 [Patristische Texte und Studien 17, Berlin 1975], 1, 642, 67.
[ back ] 321. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 218.
[ back ] 322. D. J. Sahas, “Saracens and Arabs in the Leimon of John Moschos”, Βυζαντιακά 17, (1997), σ. 124, σημ. 3.
[ back ] 323. ODB, τόμ. 2, σσ. 1067, 1068.
[ back ] 324. ΘΗΕ, τόμ. 6, σσ. 1199, 1200.
[ back ] 325. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 95.
[ back ] 326. ΘΗΕ, τόμ. 6, σσ. 1202, 1203.
[ back ] 327. L. Perrone, “‘Four Gospels, Four Councils’- One Lord Jesus Christ: The Patristic Developments of Christology within the Church of Palestine”, Annuus Studii Biblici Franciscani 49, (1999), σσ. 357-396.
[ back ] 328. Despina Prassas, “John of Scythopolis and the Dionysian Corpus: Annotating the Areopagite”, The Journal of Religion 81, (2001), σσ. 113-114.
[ back ] 329. PG 4, 15A-432C καὶ 527A-576B.
[ back ] 330. Paul Rorem and John Lamoreaux, “John of Scythopolis on Apollinarian Christology and the Pseudo-Areopagite’s True Identity”, Church History 62, (1993), σσ. 469-482.
[ back ] 331. Georges Florovsky, The Byzantine Ascetic and Spiritual Writers, Belmont 1987, σ. 112.
[ back ] 332. Derek Krueger, “Writing as Devotion, Hagiographical Composition and the Cult of the Saint in Theodoret of Cyrrhus and Cyril of Scythopolis”, Church History 66 (1997), σσ. 707-719.
[ back ] 333. Bibliotheca Hagiographica Latina Antiquae et Mediae Aetatis: Novum Supplementum, ἔκδ. H. Fros, (Subsidia Hagiographica 70, Brusseles 1986, BHL3053b).
[ back ] 334. Κων. Γ. Μπόνη, Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, σ. 16.
[ back ] 335. P. Lemerle, Ὁ Πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, σ. 48.
[ back ] 336. Derek Krueger, “Writing as Devotion, Hagiographical Composition and the Cult of the Saint in Theodoret of Cyrrhus and Cyril of Scythopolis”, Church History 66 (1997), σσ. 709, 710.
[ back ] 337. PG 87ΒIS, 2792e-h.
[ back ] 338. Σούδας Λεξικόν, υ, 165.
[ back ] 339. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 377.
[ back ] 340. Θεοδοσίου Γραμματικοῦ, Περὶ Γραμματικῆς, ἔκδ. K. Göttling, Leipzig 1822: 1-197.
[ back ] 341. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 380.
[ back ] 342. Σούδας Λεξικόν, τ, 621.
[ back ] 343. Δίων, ἔκδ. N. Terzaghi, Rome 1944, 28, 19.
[ back ] 344. PG 87TER, 3379A-3676A.
[ back ] 345. Χορικίου Γαζαίου, Ἔργα, ἔκδ. R. Foerster and E. Richtsteig, Leipzig 1929, 1-544.
[ back ] 346. Τὸ ὕφος καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ἀναφέρονται ὑπὸ Φωτίου ὡς: «σαφής τε γὰρ αὶ ὑψηλὸς καὶ ἀπέριττος», κῶδ. 31, Bekker, σ. 6b.
[ back ] 347. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 461, βλ. καὶ R. Hill, “Old Testament Questiones of Theodoret of Cyrus”, GOTR 46, (2001), σσ. 57-73.
[ back ] 348. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 100.
[ back ] 349. Σούδας Λεξικόν, τ, 621.
[ back ] 350. Ἵππων Φύσεις κατὰ ἔθνος, ἔκδ. E. Oder καὶ K. Hoppe, Corpus Ηippiatricorum Graecorum, τόμ. 2, Leipzig 1927.
[ back ] 351. Κων. Μανάφης, Βυζαντινὴ Κοσμικὴ Γραμματεία, ἀνάτυπον ἀπὸ τὸν τόμον 6 τῶν διαλέξεων τοῦ Λαϊκοῦ Πανεπιστημίου, Λευκωσία 1998, σσ. 35-50.
[ back ] 352. K. Krumbacher, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας, τόμ. α΄, σ. 18.
[ back ] 353. Romilly J. H. Jenkins, “The Hellenistic Origins of Byzantine Literature”, DOP 17, (1963), σσ. 37-52, βλ. καὶ H. Saradi, Aspects of the Classical Tradition in Byzantium, Toronto 1995, σσ. 3, 4.